Γιώργος Ζαμπέτας


Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν αμαξάς, αλλά όταν πλήθυναν τα αυτοκίνητα στην πόλη, αναγκάστηκε να αλλάξει επάγγελμα. Τους στάβλους του τους μετέτρεψε σε σπίτι και εκεί ζούσε με τη σύζυγο και τα επτά παιδιά τους. Για να ζήσει, έγινε κουρέας. Τότε τα κουρεία εκτελούσαν και χρέη ιδιότυπου καφενείου και εκεί συγκεντρώνονταν πολλοί άνθρωποι της γειτονιάς, περνούσαν τον χρόνο τους και μάθαιναν όλα τα νέα.  Ο κουρέας τους ψυχαγωγούσε παίζοντας μπουζούκι, το οποίο κρεμούσε πάντα απ’ τον τοίχο. Αυτό το μπουζούκι είδε ο εξάχρονος Γιώργος Ζαμπέτας και το ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε βραβείο στο σχολείο παίζοντας με αυτό. 


Το 1936 η δικτατορία του Μεταξά απαγόρευσε τη μουσική των λαϊκών στρωμάτων, όπως το μπουζούκι, και ο πατέρας του νεαρού μουσικού τον ξυλοφόρτωνε, όποτε έπαιζε. Δεν φοβόταν τις σφαλιάρες του πατέρα του και δεν σταμάτησε να “γρατζουνάει” το απαγορευμένο όργανο. Από μικρός προσπαθούσε να είναι μέσα στα πράγματα. Τα πρωινά δούλευε σε κεραμιδάδικο και μετά σε δικηγορικό γραφείο και τα βράδια πήγαινε στο 4ο γυμνάσιο. Μόνο που αυτή τη διαδρομή την έκανε πλέον με τα πόδια από το Αιγάλεω, όπου είχε μετακομίσει με την οικογένειά του. Όποτε έβρισκε χρόνο, έπαιζε μπάλα με τους φίλους του ή ταξιμάκια και μελωδίες με το μπουζούκι του. Το είχε αγοράσει από τον μπάρμπα Γιάννη, με δάνειο 10 λίρες που πήρε από το εργοστάσιο. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του. Ο πατέρας του, που σκόπευε να του χαρίσει το δικό του, μόλις είδε το καινούργιο μπουζούκι ενθουσιάστηκε και του πρότεινε να παίξουν ντουέτο. Αργότερα, ο νεαρός Γιώργος έφτιαξε το πρώτο συγκρότημα, με τον Μελιτζούρη και τον Γερανταλή στις κιθάρες και τον Αρώνη στο τραγούδι. Από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953.


"Έτσι το λοιπόν, μεγαλώναμε εμείς τα παιδιά στις φτωχογειτονιές. Μέσα στις αλάνες και μέσα στη φύση. Φτιάχναμε και τίποτα μπάλες από κουρελόπανα, παίζαμε ποδόσφαιρο και κυλιόμαστε στο χώμα και φωνάζανε οι μανάδες μας που κοψομεσιαζόντουσαν πλένοντας στη ΣΚΑΦΗ, καθ’ ότι εκείνο τον καιρό, δεν είχαμε τα ηλεκτρικά πλυντήρια και τα ΣΟΥΠΑ και τα ΜΟΥΠΕΣ…

Με μένα όμως συνέβαινε, το ότι ο ΜΙΣΟΣ ήμουνα στις αλάνες με τα παιδιά κι ο άλλος ΜΙΣΟΣ στο κουρείο του πατέρα μου, με το ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ…

Με είχε ΜΑΓΕΨΕΙ, σου λέω.

Με παρακολουθείς; Το πιάνεις, αυτό που σου λέω;…

ΞΕΡΕΙΣ ποιοι ήτανε οι πρώτοι μου δάσκαλοι στο μπουζούκι; Ο βάτραχος και τ’ αηδόνι!…

ΝΑ σου πω, το πώς και το γιατί ο βάτραχος και το αηδόνι ήτανε εκείνα που προτιμούσα για δασκάλους…

ΔΟΥΛΕΥΑ σ’ ένα εργοστάσιο καλωδίων στην οδό Πειραιώς, νυχτερινή βάρδια, κι έτσι σχόλαγα πάνω στο ΧΑΡΑΜΑ που ο ουρανός έπαιρνε ένα ροζ-πορτοκαλί και ήταν και άνοιξη.

Έκανα τη διαδρομή ποδαρόδρομο, διότι πού να βρεθεί αυτοκίνητο. Άντε στη χάση και στη φέξη να πέρναγε κανένα γκαζοζέ, ή τίποτα γερμανοϊταλικό…

ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟ λοιπόν, αλλά όταν έφτανα στο Βοτανικό κήπο, τη ΨΩΝΙΖΑ… Άκουγα συναυλία αηδόνια με βατράχια και ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΟΥΝΑ… Να σκεφτείς, ότι έφευγα από το εργοστάσιο πιο νωρίς για να πάω ν’ ακούσω τη ΣΥΝΑΥΛΙΑ της φύσης.

Στο μεταξύ, εγώ γιατί ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΟΥΝΑ: Γιατί ερχόμουνα ολοταχώς στο σπίτι, να πάρω τους ήχους αυτούς, να τους βάλω απάνω στο μπουζούκι…

Τι να σου πω, ρε μάγκα… Μόνον όταν έχεις ακούσει συναυλία αηδονιών με βατράχους, καταλαβαίνεις. Παθαίνεις κάτι ΨΥΧΙΚΟ, σου λέω. Εγώ τ’ άκουγα με την ΨΥΧΗ, δεν τ’ άκουγα με τα ΑΥΤΙΑ. Κι αυτή τη μουσική τη μετακόμιζα στο μπουζούκι.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ και Άνοιξη, που φεύγουν τα πουλιά ή που έρχονται τα πουλιά, πιο πάνω από το σπίτι μου, στην οδό Σαλαμίνος 50. ήτανε δάσος με διάφορα δέντρα, πεύκα και σούπα, μούπες. Εκεί μέσα, ήτανε η ΜΑΓΕΙΑ, η καλύτερη και ωραιότερη συναυλία…

ΩΡΕΣ ολόκληρες αφιερωνόμουνα σ’ αυτά τα ακούσματα, κι όπως ήταν η ΒΙΟΜΑ μου το μπουζούκι, το ’παιρνα κι έκανα τη μουσική μου ΑΝΑΠΤΥΞΗ, σ’ αυτό πού ’χαν πιάσει τ’ ΑΥΤΙΑ μου από τη φύση, τη πιάνεις τη δουλειά;…

Ήμουνα πώς να σου δώσω να καταλάβεις, πολύ ΨΩΝΙΣΜΕΝΟΣ… Δεν σου το κρύβω, μπορεί να ’μουνα και… τρελός.

Τ’ ΑΚΟΥΓΑ, τα γουστάριζα, ψόφαγα… Εν τελευταία αναλύσει όλα αυτά, στο διάβα του χρόνου, τα άκουσα από κάτι Μπετόβεν, κι από κάτι τέτοιους που θεωρούνται ας πούμε κλασικοί, με συμφωνία άλφα, ενάτη συμφωνία, εβδόμη συμφωνία, πεντακόσα συμφωνία και τα παρόμοια…

ΡΕ ΠΑΙΔΑΚΙ μου, οι βατράχοι είναι μια πραγματική χορωδία κι όλοι τους ΚΑΛΛΙΦΩΝΟΙ… Ν’ ακούσεις τον ΨΗΛΟΝΙ που κάνει την αδύνατη φωνή, τον ΜΠΑΣΟ, τον ΤΕΝΟΡΟ, κι εκείνη την ώρα τσαντιζότανε τ’ αηδόνια κι αρχίναγαν και μένα μού ΣΗΚΩΝΟΤΑΝΕ η τρίχα μου…

Από κει μέσα, όλη την ύλη αυτή, τη μετακόμισα να πούμε στα χέρια μου, στο μπουζούκι μου και στη κιθάρα μου.

Τα πέρασα, όχι γιατί θα ’κανα εμπόριο με το μπουζούκι, να βγάλω λεφτά. ΟΧΙ, το ’κανα για τη ψυχούλα μου, αυτήνε ήθελα να ικανοποιήσω…"

(απόσπασμα από την αυτοβιογραφική έκδοση που επιμελήθηκε ο Γιάννης Ξύδης: «Ο Ζαμπέτας ανοίγει το στόμα του!» (εκδ. Σμυρνιωτάκης, Αθήνα 1989).


Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη - Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.


Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες, όπως Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά, Σταλιά-σταλιά, Τι σου ’κανα και μ’ εγκατέλειψες, Τι γλυκό να σ’ αγαπούν, Ο πενηντάρης, Μάλιστα κύριε, Ο πιο καλός ο μαθητής κ.ά. Με τα τραγούδια του ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών: Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα κ.α.


Πήρε μέρος σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες (Κόκκινα Φανάρια, Λόλα, Οδός Ονείρων κ.ά.).

Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. »


Ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο μεγάλος  μουσικοσυνθέτης του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, είχε δύο μεγάλα πάθη: το μπουζούκι του και το τσιγάρο. Το πρώτο τον γέμιζε χαρά. Το δεύτερο, όμως, τον κατέστρεψε. Παρ’ όλα αυτά αρνιόταν να το κόψει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έκανε οξυγονοθεραπεία για να μπορεί να αναπνέει. Το κάπνισμα του είχε προκαλέσει χρόνια βρογχίτιδα που εξελίχθηκε σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει και έβηχε συνεχώς. Απλά καθημερινά πράγματα, όπως το να ανέβει μια σκάλα, τον κούραζαν.


Παρόλο που αρνιόταν κατηγορηματικά να πάει σε γιατρό, το 1987 η οικογένεια του τον έπεισε να μεταβεί στην Αγγλία για εξετάσεις. Οι γιατροί είπαν ότι ο ένας πνεύμονάς του δεν λειτουργούσε και ο άλλος ήταν επιβαρυμένος. Το επίπεδο του οξυγόνου στο αίμα του ήταν πολύ χαμηλό. Έπρεπε να κάνει οξυγονοθεραπεία με συσκευές αναπνευστικής υποστήριξης. Όταν η Μανταλένα, μια από τις αγαπημένες τραγουδίστριες του Ζαμπέτα, τον επισκέφτηκε στο «Σωτηρία» όπου νοσηλευόταν και τον είδε διασωληνωμένο, ξέσπασε σε κλάματα. Εκείνος με χιούμορ της είπε: «Δεν πέθανα ακόμα… Για σέρβις ήρθα». Ο Ζαμπέτας όμως δεν μπορούσε να δεχτεί την κατάστασή του. Δεν σταμάτησε ποτέ το κάπνισμα. Δεν μπορούσε να βγάλει από τη ζωή του τα αγαπημένα άφιλτρα τσιγάρα του.  Όταν του έλεγαν να το κόψει εκείνος απαντούσε: «Λίγο ακόμα, ρε παιδιά! Πόσο θα ζήσω ακόμα; Πέντε λεπτά λιγότερο από αυτόν που δεν καπνίζει». Οι φιάλες οξυγόνου του είχαν γίνει απαραίτητες. Μετρούσε τις ώρες που κρατούσε μία φιάλη για να μπορέσει να βγει έξω. Δεν άντεχε να κάθεται στο σπίτι.


Ο Ζαμπέτας φοβόταν το θάνατο και ένιωθε πως ξόρκιζε το κακό, όταν έγραφε τη μουσική για τραγούδια που αναφέρονταν στον Χάρο. Στις αρχές του 1992 εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Μόνο τότε σταμάτησε να παίζει μουσική. Ο γιατρός δεν έδινε καμία ελπίδα στο Ζαμπέτα, έλεγε πως δεν γίνεται να ζήσει έτσι, καθώς «είχε καπνίσει τρία εργοστάσια τσιγάρων». Ύστερα από εξετάσεις, έμαθαν ότι έπασχε από καρκίνο των οστών. Ο Ζαμπέτας, όσο ήταν στο νοσοκομείο, σκεφτόταν το μεγάλο του πάθος, το μπουζούκι, και χαρακτηριστικά έλεγε στην κόρη του Κατερίνα: «Φέρ’ το μου να το δω, να το αγγίξω λίγο…». Ο μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, που προσέφερε πολλά στην ελληνική λαϊκή σκηνή, έφυγε από τη ζωή στις 10 Μαρτίου 1992 σε ηλικία 67 ετών... 


Πηγή: sansimera.gr, mixanitouxronou.gr, katiousa.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια