Αληθινές ιστορίες πίσω από τραγούδια του Ζαμπέτα


«Που΄σαι Θανάση».

Θα πάρω σβάρνα μια βραδιά
όλες τις συνοικίες
δε θέλω πολυτέλειες
και πολυκατοικίες
Είχα έναν παλιόφιλο
τα ίχνη του έχω χάσει
σ' ένα στέκι απόμερο
το στέκι του Θανάση
Πού 'σαι Θανάση
Πού 'σαι Θανάση
Ήθελα να σ' αντάμωνα...
Πού 'σαι Θανάση
Πού 'σαι Θανάση
ήθελα να σ' αντάμωνα
Η γρουσουζιά να σπάσει
Εκεί θα βρω της νιότης μου
τα φίνα τα ωραία
Το Μάνθο το Θεμιστοκλή
και την παλιά παρέα
Δίπλα θα καθίσουμε
σαν πρώτα στο τραπέζι
και μαζί θ' ακούσουμε
γλυκιά πενιά να παίζει

Το τραγούδι «Που ‘σαι Θανάση» , που ερμήνευσε για πρώτη φορά ο Γιώργος Ζαμπέτας στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τραγουδιέται μέχρι σήμερα. Η επιτυχία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον ερμηνευτή του, καθώς τόσο ο «Θανάσης» όσο και ο δημιουργός του, σχετίζονταν μαζί του.

Ο Θανάσης που αναφέρεται στο τραγούδι ήταν ένας τακτικός θαμώνας ενός μαγαζιού της οδού Πατησίων, όπου εμφανιζόταν ο Γιώργος Ζαμπέτας. Ο θαυμαστής του τραγουδιστή του έλεγε συχνά: «Ε, ρε Ζαμπέτα. Ξέρεις από πού έρχομαι για να δω το κάδρο σου;». Μετά από τις πολλές επισκέψεις ο μαέστρος τον έμαθε και όταν τον έβλεπε να μπαίνει στο μαγαζί του φώναζε, «που’ σαι Θανάση». Κάποια στιγμή ο φανατικός θαυμαστής σταμάτησε να πηγαίνει στο μαγαζί με αποτέλεσμα ο Ζαμπέτας άρχισε να μονολογεί: «που ‘σαι Θανάση». Δεν είναι γνωστό αν ο στιχουργός άκουσε τον Ζαμπέτα και έγραψε τους στίχους ή αν ο ίδιος ο μαέστρος το είχε «παραγγείλει».

Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή «Τσάντας» συνήθιζε να γράφει στίχους κατά παραγγελία. Το σίγουρο είναι πως το τραγούδι έφτασε στα χέρια του Ζαμπέτα αμέσως μετά τον θάνατο του στιχουργού. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο τραγουδιστής στη βιογραφία του, επιστρέφοντας από μια σειρά εμφανίσεων στο εξωτερικό, πληροφορήθηκε τα άσχημα νέα για τον χαμό του φίλου του. Αμέσως πήγε στο σπίτι του για να συλλυπηθεί τη σύζυγό του. Η χήρα τον ενημέρωσε πως ο άντρας της λίγο πριν φύγει από τη ζωή, της ζήτησε να δώσει στον Ζαμπέτα τους στίχους για ένα τραγούδι. Ήταν οι στίχοι για τον Θανάση, οι οποίοι συγκίνησαν διπλά τον τραγουδιστή. Τόσο λόγω της ανάμνησης του θαυμαστή του όσο και για την απώλεια του αγαπημένου του συνεργάτη.


Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν


Αυτοί που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια
πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν
κι αυτοί που μένουν κουνούν μαντήλια
κι αναστενάζουν γιατί πονούν.

Κι αυτούς που φεύγουν
κι αυτούς που μένουν
οι μοίρες μ’ απονιά
πάντα τους δέρνουν.

Αυτοί που φεύγουν κάποιο λυγμό τους
παίρνουν μαζί τους και μιαν ευχή
κι αυτοί που μένουν στο σπαραγμό τους
κάνουν κουράγιο και προσευχή.

Κι αυτούς που φεύγουν
κι αυτούς που μένουν
οι μοίρες μ’ απονιά
πάντα τους δέρνουν.

Το τραγούδι γράφτηκε το 1970, είναι αυτοβιογραφικό και μιλά για τα βιώματα του στιχουργού Αλέξανδρου Καγιάντα. Ο Αλέξανδρος Καγιάντας δεν ήταν μέλος του καλλιτεχνικού στερεώματος, αλλά ένας εργάτης σε γερμανικό εργοστάσιο. Με καταγωγή από τη Χίο, έφυγε στα 18 του μετανάστης στη Γερμανία και δουλέψε αρκετά χρόνια σε εργοστάσιο στο Μόναχο. Παράλληλα με την εργασία του έγραφε κείμενα για τη Βαυαρική Ραδιοφωνία, αλλά και στίχους τραγουδιών. Το τραγούδι «Αυτοί που μένουν κι αυτοί που φεύγουν» είναι ένα τραγούδι αυτοβιογραφικό, το οποίο περιγράφει στιγμές από τα δική του καθημερινότητα και τα προσωπικά του βιώματα. Ο στιχουργός του τραγουδιού είχε ζήσει ως μετανάστης στιγμές αποχωρισμού σε τρένα και καράβια, μεταξύ όσων έφευγαν και όσων έμεναν πίσω. Ο Καγιάντας αποφάσισε να στείλει κάποιους από τους στίχους του στον Γιώργο Ζαμπέτα, όταν τυχαία έπεσε στα χέρια του η διεύθυνση του συνθέτη.

Την περίοδο 1969-70, ο Ζαμπέτας εμφανιζόταν στο κέντρο «Αναμνήσεις». Μια βραδιά ειδοποιήθηκε πως έχει σταλεί στο όνομα του ένας φάκελος από τη Γερμανία και συγκεκριμένα από το Μόναχο. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα του, άνοιξε το φάκελο και βρήκε χαρτιά με στίχους και μια επιστολή την οποία υπέγραφε ο Αλέξανδρος Καγιάντας. Ο Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του περιέγραφε ότι όταν διάβασε τους στίχους του Ζαμπέτα εντυπωσιάστηκε. «Σαλεύουνε οι στίχοι», είχε πει ο Ζαμπέτας. Μεταξύ των στίχων που είχε στείλει ήταν οι μεγάλες του επιτυχίες » Ο Αλήτης», «Το γράμμα και η φωτογραφία», «Που ήσουν και που χάθηκες», «Μάλιστα κύριε», το «Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν» κ.α. Απάντησε λοιπόν στον Καγιάντα, δηλώνοντας του ότι του άρεσαν πολύ οι στίχοι του και ότι όποτε μπορούσε θα πήγαινε στο Μόναχο να τον επισκεφθεί και να γνωρίσει αυτόν και την οικογένειά του. Ο Ζαμπέτας έκανε την υπόσχεση του πράξη και μια Δευτέρα όταν είχε ρεπό από το κέντρο όπου εμφανιζόταν, ταξίδεψε στο Μόναχο και συνάντησε από κοντά τον Αλέξανδρο Καγιάντα. Από τότε ξεκίνησε η συνεργασία τους, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων επιτυχιών.


Ο Τζακ Ο΄ Χάρα


Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός
και τόνε ξέραν όλοι
κι εγώ κι εσύ κι ο παρακεί
αγγέλοι και διαβόλοι.
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν μπεκρής
χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη
κι ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς
κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη.

Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί,
και βρήκαν μες στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.

Στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό
από ενδιαφέρον,
"τρέξε γιατρέ μου, το και το
τον χάνουμε το γέρο".
Μα ο γιατρός κάνει νερά
γιατί δεν έχει τυχερά,
ο θάνατος είν’ έξοδο
κι ο Τζακ σε αδιέξοδο.

Σαν κάναν το καθήκον τους
ήσυχοι πια οι γειτόνοι
γυρίσανε στο σπίτι τους
κι αφήσανε στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.

Ο «Τζακ Ο’ Χάρα», παρά τους θλιβερούς στίχους, θεωρείται ένα από τα ωραιότερα και πιο γνωστά τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα, σε στίχους του δημοσιογράφου Θεοδόση Άθα. Ο Ζαμπέτας γνωρίστηκε με τον Άθα το 1971, όταν βρέθηκε στην Αμερική. Ο Άθας, είχε τότε στη Νέα Υόρκη έναν ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό μεγάλης ακροαματικότητας και κάλεσε τον μουσικό για να του πάρει συνέντευξη.

Μετά τη λήξη της εκπομπής, ο Άθας έκανε λόγο για κάποιους στίχους που είχε γράψει. «Δες τους κι αν σου αρέσουν, κάν’ τους τραγούδια», είχε πει στον Ζαμπέτα. Ο συνθέτης δεν έφερε αντίρρηση. Την επομένη, ο Άθας τον επισκέφτηκε στο ξενοδοχείο όπου διέμενε και του έδωσε τους στίχους για να τους διαβάσει. Ανάμεσα τους ήταν «Ο Τζακ Ο’ Χάρα», «Ο Λουκάς», «Η Ξανθιά Κυρία», και πολλοί άλλοι, οι οποίοι αργότερα έγιναν σπουδαία τραγούδια. Ο Ζαμπέτας ενθουσιάστηκε. Αν και οι περισσότεροι στίχοι είχαν ως κύριο θέμα τον θάνατο και το χάρο, αποτελούσαν πραγματικές ιστορίες με ουσία και νόημα. Η έμπνευση του Άθα προερχόταν από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Ως δημοσιογράφος, βίωνε σε καθημερινή βάση τη ζωή των ανθρώπων στη Νέα Υόρκη, σε όλες τις εκφάνσεις της. Από τη ξεγνοιασιά, τη χαρά και την ευτυχία, μέχρι την αγωνία, την ανέχεια, την εγκατάλειψη και φυσικά το τέλος. Όλα αυτά τα στοιχεία τα συνδύαζε μεταξύ τους και τα σατίριζε μέσα από τη δική του ευαισθησία. Με αυτόν τον τρόπο διαμόρφωνε τους στίχους των τραγουδιών. Κάπως έτσι, γράφτηκε και το τραγούδι «Τζακ Ο’ Χάρα», από τα θέματα δηλαδή που είχε διαβάσει σε εφημερίδες....

Ο Τζακ ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν άπορος και κοιμόταν στα παγκάκια της Νέας Υόρκης. Ζούσε από τις ελεημοσύνες που του έδιναν οι περαστικοί, ενώ κάθε φορά που του περίσσευαν κάποια κέρματα, συνήθιζε να τα χαλάει σε ποτό. Δεν είχε συγγενείς, ήταν μόνος, χωρίς στον ήλιο μοίρα. Κάποιον βαρύ χειμώνα, που το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα, ο Τζακ δεν άντεξε και πέθανε στο δρόμο. Ο θάνατος του, όχι μόνο συγκλόνισε την κοινωνία, αλλά παράλληλα δημιούργησε και έντονο προβληματισμό. Τι θα έκαναν έναν άνθρωπο που είχε πεθάνει και δεν είχε καθόλου χρήματα; Κανένας δεν αναλάμβανε την ευθύνη του άτυχου άνδρα, με αποτέλεσμα να παραμείνει νεκρός στο χιόνι, μέχρι να βρεθεί λύση και να διευθετηθεί το ζήτημα.


Πηγή: mixanitouxronou.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια