Ο αστικός πολιτικός κόσμος από την 4η Αυγούστου έως τον Εμφύλιο - Α Μέρος


Οταν δημιουργήθηκε το ΕAM, στις 27 Σεπτέμβρη 1941, όπως επίσης και το Εργατικό ΕΑΜ (ΕΕΑΜ) λίγο νωρίτερα, ως πρόδρομος και ραχοκοκαλιά του, τα αστικά κόμματα είχαν πάψει να ηγεμονεύουν στο πολιτικό σκηνικό, βρισκόντουσαν ήδη σε κατάσταση κρίσης, που άγγιζε την αποσύνθεση. Επρόκειτο για μια φυσιολογική εξέλιξη, κυρίως εξαιτίας των συνθηκών που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα από τον Απρίλη του 1941, αλλά και της πολιτικής στάσης των ηγετικών παραγόντων τους από την πρώτη στιγμή της γερμανοϊταλικής και βουλγαρικής εισβολής και κατοχής.

Ωστόσο, η βαθιά κρίση τους είχε αρχίσει νωρίτερα, από την εγκαθίδρυση της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936. Και βεβαίως, σχετίζεται άμεσα τόσο με τις ευθύνες τους στην επιβολή της όσο και με τη μετέπειτα γραμμή τους στον οδοστρωτήρα της 4ης Αυγούστου. Η πορεία των γεγονότων το επιβεβαιώνει απολύτως.

Στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Γενάρη 1936, που έγιναν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, πρώτευσε η αντιβενιζελική παράταξη (Λαϊκό Κόμμα - Λαϊκή Ριζοσπαστική Ενωσις - Ελευθερόφρονες (Ιωάννης Μεταξάς) - Εθνικόν Μεταρρυθμιστικόν Κόμμα), που συγκέντρωσε 602.840 ψήφους και εξέλεξε 143 βουλευτές. Δεύτερη ήρθε η βενιζελική παράταξη (Κόμμα Φιλελευθέρων - Δημοκρατικός Συνασπισμός - Παλαιοδημοκρατική Ενωσις Κρήτης - Αγροτικό Κόμμα Σοφιανόπουλου - Νεοφιλελεύθεροι) με 574.655 ψήφους και 142 έδρες. Τα παραπάνω κόμματα είχαν πάρει μέρος στις εκλογές αυτόνομα. Εδώ κατατάσσονται με βάση το διαχωρισμό τους, όπως έχει υιοθετηθεί. Το Παλλαϊκό Μέτωπο [(ΚΚΕ - Σοσιαλιστικό Κόμμα (Στρατή Σωμερίτη) - Αγροτιστές (Α. Βογιατζή - ορισμένες ανένταχτες προσωπικότητες)] συγκέντρωσε 73.411 ψήφους και 15 βουλευτικές έδρες. Βουλευτές του εκλέχτηκαν οι: Βασίλης Νεφελούδης και Δημήτρης Γληνός (Αθήνα), Μανώλης Μανωλέας (Πειραιάς), Στέλιος Σκλάβαινας και Μιχάλης Σινάκος (Θεσσαλονίκη), Γιώργος Σιάντος (Τρίκαλα), Γιάννης Ιωαννίδης και Μιλτιάδης Πορφυρογένης (Λάρισα), Φίλιππος Παπαδόπουλος (Κοζάνη), Ανδρέας Τζήμας - αργότερα Σαμαρινιώτης - (Φλώρινα), Διονύσης Μενύχτας (Σέρρες), Μήτσος Παρτσαλίδης (Καβάλα), Κώστας Θέος (Δράμα), Βασίλης Βερβέρης (Ροδόπη), Μιχάλης Τυρίμος (Μυτιλήνη).

Αμέσως μετά τις εκλογές, ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης (ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν στο Παρίσι, όπου και πέθανε περίπου δύο μήνες αργότερα) άρχισε επαφές με το Λαϊκό Κόμμα (Παναγή Τσαλδάρη) για το σχηματισμό κυβέρνησης. Είχε προηγηθεί δημόσια δήλωσή του, με την οποία χαρακτήριζε το πολιτειακό λήξαν, αν και ο βασιλιάς είχε γυρίσει στην Ελλάδα με νόθο δημοψήφισμα (αρχικώς υπέρ με 105%, για να το μειώσουν στη συνέχεια σε 97,8%!).

Η συνεργασία τελικά ναυάγησε, εξαιτίας της άρνησης του Λαϊκού Κόμματος να επανέλθουν στο στράτευμα οι απότακτοι αξιωματικοί του στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μάρτη 1935. Αν και στη συνέχεια ο Θ. Σοφούλης υπαναχώρησε στο θέμα της επαναφοράς των απότακτων αξιωματικών, ο σχηματισμός κυβέρνησης φιλελευθέρων - Λαϊκού Κόμματος δεν έγινε δυνατός, καθώς ο Π. Τσαλδάρης πιεζόταν από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, να μην προχωρήσει σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Φιλελεύθερους.

Στο μεταξύ, συνεχίζονταν οι προετοιμασίες στρατιωτικού πραξικοπήματος, στις οποίες πρωτοστατούσε ο Γεώργιος Κονδύλης (Κεραυνός) και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που είχε επικεφαλής τον στρατηγό Πλατή, στην ουσία όμως τον Κονδύλη, ο οποίος, λίγες μέρες μετά τις εκλογές, πέθανε ξαφνικά (31 Γενάρη 1936).

Μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί, όπου άλλοι ζητούσαν νέες εκλογές και άλλοι προσπαθούσαν να σχηματιστεί κυβέρνηση, ο I. Μεταξάς, σε συνεργασία με τον εκπρόσωπο της βρετανικής κυβέρνησης, πρεσβευτή στην Ελλάδα Ουάτερλοου, με τα Ανάκτορα, με αστούς πολιτικούς (των Λαϊκών και των Φιλελευθέρων), καθώς και με τον εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» Δημήτρη Λαμπράκη, προετοίμαζαν την επιβολή δικτατορίας. Οι διάφορες προτάσεις που γίνονταν για το σχηματισμό κυβέρνησης και γενικά οι διεργασίες έστρωναν το έδαφος στη δικτατορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια από τις προτάσεις του Κόμματος Φιλελευθέρων για την πρωθυπουργία ήταν να την αναλάβει (στο πλαίσιο συμμαχίας κομμάτων) ο Ιωάννης Μεταξάς! Από την άλλη, ο Τσαλδάρης ζητούσε από το ΚΚΕ την υποστήριξή του στη Βουλή για να σχηματίσει αυτός κυβέρνηση και όχι ο Σοφούλης! Είχαν κάνει και σχετικές κρούσεις που δεν απέδωσαν. Αντιθέτως, οι σχετικές διαπραγματεύσεις ΚΚΕ (Παλλαϊκού Μετώπου) και Κόμματος Φιλελευθέρων απέδωσαν και κατέληξαν στο Σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα. Αλλά το Σύμφωνο δεν τηρήθηκε από τους Φιλελεύθερους και δημοσιοποιήθηκε από το Παλλαϊκό Μέτωπο.

Οι μέρες, μετά τις εκλογές, περνούσαν και στην αρχή συνέχιζε να βρίσκεται η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή, που στις αρχές Μάρτη 1936 αντικατέστησε τον Παπάγο στο υπουργείο Στρατιωτικών με τον I. Μεταξά. Ιδιαίτερος στην υπουργοποίηση ήταν ο ρόλος του Δημ. Λαμπράκη.

Τελικά, η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ανατέθηκε από τον Γεώργιο τον Β' στον Δεμερτζή, που στις 14 Μάρτη σχημάτισε τη δεύτερη κυβέρνησή του. Σε αυτήν την κυβέρνηση ο Μεταξάς έγινε αντιπρόεδρος, ενώ παρέμεινε και υπουργός των Στρατιωτικών και της Αεροπορίας.

Θα μπορούσε να είχε σχηματίσει κυβέρνηση ο Σοφούλης (Κόμμα Φιλελευθέρων) έχοντας την ψήφο ανοχής του Παλλαϊκού Μετώπου, που στο κάτω της γραφής είχε συνάψει μαζί του Σύμφωνο. Ομως ο Σοφούλης δε δέχτηκε και κατέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο βασιλιά. Ηταν μάλιστα εκείνος που πρότεινε στον Γεώργιο να ανατεθεί η νέα κυβέρνηση στον Δεμερτζή, με τον όρο να παραμείνει υπουργός των Στρατιωτικών ο I. Μεταξάς! Αργότερα, όταν κατέληξαν σε συμφωνία οι Σοφούλης - Θεοτόκης, δέχτηκαν τη θέση του βασιλιά να αναλάβει η νέα κυβέρνηση την 1η Οκτώβρη 1936! Δηλαδή, όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, μετά την κήρυξη της δικτατορίας...

Αυτές οι εξελίξεις λάβαιναν χώρα τη στιγμή που είχαν αρχίσει να φουντώνουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, που αντιμετωπίζονταν από τις κυβερνήσεις με ξυλοδαρμούς, συλλήψεις, ακόμη και με ένοπλες επιθέσεις. Στις 4 Μάρτη δολοφονήθηκε σε επίθεση της αστυνομίας, ο φοιτητής της Ιατρικής Αλ. Σωτηριάδης.

Στις 28 Μάρτη 1936, το ΚΚΕ με μανιφέστο που δημοσίευσε τόνιζε: «Εργαζόμενοι! Μπρος στα μάτια σας, κάτω από τη σκέπη της μοναρχίας, εξυφαίνεται η πιο αντιλαϊκή, η πιο άτιμη, η πιο εγκληματική συνωμοσία. Αρχηγός της συνωμοσίας αυτής είναι ο Μεταξας. Συνεργάτες του και συνένοχοί του είναι όλα τα πλουτοκρατικά κόμματα, από τα αντιβενιζελικά που πλειοδοτούν στα αντιλαϊκά μέτρα και σχέδια της κυβέρνησης, ίσαμε τα βενιζελικά, που στηρίζουν την κυβέρνηση και την αντιλαϊκή πολιτική της».1

Στο μεταξύ, στις 13 Απρίλη πέθανε ξαφνικά και ο πρωθυπουργός Δεμερτζής. Και ο βασιλιάς έκανε πρωθυπουργό τον I. Μεταξά. Τον όρκισε το ίδιο απόγευμα, δίχως να πάρει τη γνώμη της Βουλής! Το σχέδιο προχωρούσε... Στις 26 Απρίλη 1936 ο Δημ. Λαμπράκης έγραφε στο κύριο άρθρο του Ελεύθερου Βήματος:

«Τα εν τη Βουλή κόμματα είναι σχεδόν ασφαλές ότι δε θα περιορίσουν την ευμένειάν των εις τα χειροκροτήματα (σ.σ.: πλην των βουλευτών του Παλλαϊκού Μετώπου, που φυσικά δεν είχαν χειροκροτήσει) με τα οποία υπεδέχθησαν χθες το απόγευμα τας προγραμματικάς δηλώσεις του κ. Πρωθυπουργού, αλλά θα περιβάλουν την κυβέρνησιν ταύτην και διά της θετικής ψήφου εμπιστοσύνης των».2

Και πράγματι. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων (των Βενιζέλου - Σοφούλη) έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά! Το ίδιο και ο Γεώργιος Καφαντάρης! Το Λαϊκό Κόμμα έδωσε ψήφο ανοχής. Το ίδιο και ο I. Θεοτόκης. Την καταψήφισαν οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου και οι Γ. Παπανδρέου, Κ. Βλαχοθανάσης και Ανδρ. Δενδρινός. Υπήρξαν και 4 αποχές. Τα «υπέρ» ήταν 241 ψήφοι. Αρα, όλα τα αστικά κόμματα άνοιξαν το δρόμο στη δικτατορία ανοιχτά και επισήμως... Εδωσαν στον Μεταξά την εξουσία!!

Ταυτόχρονα, εντεινόταν ο αντικομμουνισμός και ο αντισοβιετισμός. Στην πρώτη γραμμή των λάβρων αρθρογράφων αντικομμουνιστικού μένους βρίσκονταν οι Γ. Παπανδρέου και Αλ. Παπαναστασίου.

To KKΕ επέμενε να προειδοποιεί για την επερχόμενη δικτατορία και να καλεί σε δράση για τη ματαίωσή της. Να τι υπογράμμιζε η απόφαση της 2ης Ολομέλειας της ΚΕ τον Ιούνη του 1936:

«6. Μπροστά στο λυσσασμένο φασιστικό ξεφάντωμα και τις μαζικές εκτελέσεις εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη και το Βόλο από τη μοναρχοπλουτοκρατική κυβέρνηση και τον άμεσο κίνδυνο εγκαθίδρυσης ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα καλεί όλες τις οργανώσεις και όλο τον εργαζόμενο λαό στην πιο ανειρήνευτη πάλη για τη ματαίωση των καθημερινών φασιστικών μέτρων, για το χάλασμα των φασιστικών δικτατορικών σχεδίων των Μεταξά - Σκυλακάκη, εκπρόσωπων της μοναρχίας, της ντόπιας πλουτοκρατίας και των ξένων ληστών. Η 2η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ δίνει εντολή σε όλες τις κομματικές καθοδηγήσεις και στο Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής να πάρουν όλα τα μέτρα για την αποφασιστική αντιμετώπιση των εγκληματικών φασιστικών σχεδίων των εχθρών του λαού. Για την απόκρουση των φασιστών δολοφόνων του της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, που αντί για ψωμί τού χαρίζουν σφαίρες, ο λαός, σε αδελφική συνεργασία με το στρατό, έχει υποχρέωση και καθήκον, κατά το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα της μαζικής πάλης. Κάθε μέσο μαζικής λαϊκής πάλης που χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση του ψωμιού, της λευτεριάς, της ζωής και της ειρήνης του λαού ενάντια στην πλουτοκρατική φασιστική ολιγαρχία, είναι νόμιμο, αναγκαίο και επιβεβλημένο».3

Ομως, τα αστικά κόμματα είχαν αποφασίσει να παραδώσουν την εξουσία. Και είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι εκείνη n Βουλή ενέκρινε στις 30 Απρίλη ψήφισμα, με το οποίο διέκοπτε τις εργασίες της για πέντε μήνες (!), μέχρι τις 30 Σεπτέμβρη! Τις διέκοψε για πολλά χρόνια, αφού στις 4 Αυγούστου 1936 κηρύχτηκε η βασιλομεταξική δικτατορία.

Τα πράγματα εξελίχτηκαν έτσι, που, δίχως καμιά υπερβολή, πρέπει να πούμε ότι η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία του 1936 ήταν δημιούργημα της εγχώριας πλουτοκρατίας (Μποδοσάκης, Κανελλόπουλος κ.ά.), του Παλατιού, του Κόμματος των Φιλελευθέρων και των Εγγλέζων. Και, βεβαίως, του Λαϊκού Κόμματος. Με άλλα λόγια, του συνόλου του αστικού κόσμου και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία διατηρούσε στην Ελλάδα και ενίσχυε (σχεδόν προνομιακά) μεγάλα οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα. Ηταν αυτή που είχε το πάνω χέρι από την πλευρά του ξένου παράγοντα, λήστευε το λαϊκό ιδρώτα και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας.

Η όλη προετοιμασία της δικτατορίας αποτελεί την καλύτερη απάντηση σε εκείνους που επικρίνουν το ΚΚΕ, επειδή δεν μπόρεσε να την αποτρέψει! Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι, που ακόμη και σήμερα ισχυρίζονται ότι το ΚΚΕ θα είχε συμβάλει στην αποτροπή της, αν είχε επιμείνει περισσότερο στη σύμπραξη με αντιφασιστικές δυνάμεις! Και μάλιστα υπάρχουν τέτοιοι ισχυρισμοί, όταν, στις 7 Ιούνη 1936, τότε που ο Μεταξάς όρισε υπουργό Εσωτερικών τον υποστηρικτή δικτατορικών λύσεων Θ. Σκυλακάκη και στον Τύπο υπήρχαν δημοσιεύματα για επικείμενη δικτατορία, ο Θ. Σοφούλης έλεγε:

«Ο κ. Πρωθυπουργός δεν σκέπτεται τοιούτον τι. Περί αυτού είμαι πεπεισμένος και ο κόσμος πρέπει να ησυχάση και να μη δίδη πίστιν εις τοιαύτας σκοπίμους διαδόσεις».4 Και τη στιγμή που ο Σοφ. Βενιζέλος διαπραγματευόταν με τον Μεταξά την εγκαθίδρυση δικτατορικής διακυβέρνησης, όπου ο ίδιος θα ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης!

Πρέπει να σημειωθεί το εξής ζήτημα, που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της 20ετίας που προηγήθηκε της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας: Την επιβολή των στρατιωτικών δικτατορικών «λύσεων» δεν την επιχειρούσαν και πραγματοποιούσαν μόνο οι λεγόμενες δεξιές ή ακροδεξιές δυνάμεις, αλλά και οι φιλελεύθερες. Η δικτατορία που εγκαθίδρυσε ο στρατηγός Θεόδ. Πάγκαλος τον Ιούνη του 1925 ήταν δημιούργημα του «κεντρώου» χώρου. Ο ίδιος ο Πάγκαλος είχε πρωτοστατήσει στην εκτέλεση των «6». Αλλά και την 1η Μάρτη 1935, το κίνημα στρατιωτικών μονάδων που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη είχε την καθοδήγηση των Ελευθ. Βενιζέλου και Ν. Πλαστήρα.

Ως προς τις δικτατορικές διαθέσεις και αντιδράσεις των «κεντρώων» πολιτικών κομμάτων είναι χαρακτηριστικό, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και το εξής γεγονός: Ενώ έβγαιναν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 5ης Μάρτη 1933, ο Πλαστήρας είπε στον Βενιζέλο:

«Χάνουμε τας Αθήνας! Θα γίνουν ταραχές, συλλήψεις βενιζελικών, δολοφονίες και Κύριος οίδε τι άλλο! Γι' αυτό εγώ σκέπτομαι να πάω στους συνοικισμούς, να εξεγείρω τους πρόσφυγας και να τους φέρω εις την πόλιν για να ζητήσουν την εγκαθίδρυσιν δικτατορίας. Θα κάμουμε ό,τι και στην Ιταλία, που, χάρις στο φασισμό, προοδεύει».5 Και ο Βενιζέλος του απάντησε:

«Η Ιταλία επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ. Εγώ δε νομίζω, αγαπητέ φίλε στρατηγέ Πλαστήρα, ότι είσαι ικανός να κάμης τον δικτάτορα ως ο Μουσολίνι. Οχι μόνον δεν είσαι ικανός, αλλά δεν έχεις και την πλειάδα, τας εκατοντάδας των εκλεκτών συνεργατών του Μουσολίνι!».6 Ο Πλαστήρας, ωστόσο, προχώρησε στο εγχείρημά του, αλλά το πραξικόπημά του απέτυχε...

Παρ' όλα αυτά, και σήμερα που έχουν συμπληρωθεί δυο τρίτα ενός αιώνα, συνεχίζονται να γράφονται ανάλογες επικριτικές απόψεις, όπως η παρακάτω:

«Η στιγμή της αλήθειας για το ΚΚΕ ήρθε με το πραξικόπημα των βενιζελικών αξιωματικών την 1η Μάρτη 1935. Η στάση των κομμουνιστών απέναντι στο κίνημα ήταν σαφέστατα εχθρική και όλες οι οργανωμένες δυνάμεις του κομμουνιστικού κινήματος στράφηκαν εναντίον του πραξικοπήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ριζοσπάστης προκάλεσε τεράστια ζημιά στους οπαδούς του Βενιζέλου και του Πλαστήρα δημοσιεύοντας σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση και το χρονοδιάγραμμα του πραξικοπήματος λίγες μέρες πριν αυτό εκραγεί»!7...

Το ΚΚΕ έκανε πολύ σωστά που κατήγγειλε κάθε απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, απ' όποια πλευρά κι αν προερχόταν. Αυτή τη στάση κράτησε και στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μάρτη 1935. Και επικρίθηκε στη συνέχεια, από διάφορες πλευρές, επειδή ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε πληροφορίες για το πραξικόπημα, προτού αυτό εκδηλωθεί! Επρεπε, σύμφωνα με τους επικριτές, να το υποστηρίξει επειδή προερχόταν από το «κέντρο» και στρεφόταν κατά της «δεξιάς»!

Στρεφόταν κατά του λαού! Κατά της «δεξιάς» στρεφόταν μόνο στη βάση του ποιος θα διαχειρίζεται την εξουσία. Και, βεβαίως, ο καυγάς για τη διαχείριση της εξουσίας ουδέποτε απετέλεσε αντικειμενικό κριτήριο για τις προθέσεις και το φιλολαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής κάθε κόμματος.

Επιβεβαιώνεται αυτό από την πολιτική των «κεντρώων» κυβερνήσεων, που συναγωνίστηκαν και πολλές φορές ξεπέρασαν τις «δεξιές» στην επίδειξη αγριότητας κατά του εργατικού και λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ. «Και δεν είναι τυχαίο ότι το σύνθημα για τη φυσική εξόντωση των κομμουνιστών το έδωσε ο μεγαλύτερος ηγέτης του ελληνικού αστισμού, ο Βενιζέλος (...). Επί κυβερνήσεως Βενιζέλου, μεταξύ 1929 και 1932, έγιναν 11.400 συλλήψεις και 2.130 καταδίκες, ενώ από τις επιτροπές ασφαλείας εκτοπίστηκαν πάνω από 200 άτομα. Στο ίδιο διάστημα κακοποιήθηκαν 1.355 άτομα, και 120 φαντάροι πέρασαν τη στρατιωτική τους θητεία στον πειθαρχικό ουλαμό του Καλπακίου. Δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 28 Νοεμβρίου 1930. Πρόκειται για τα στελέχη της ΟΚΝΕ Μαρκοβίτη και Πανούση, που η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια ύστερα από τεράστια λαϊκή κινητοποίηση. Στην ίδια δίκη καταδικάστηκαν σε ισόβια οι Κ. Γαμβέτας και Δ. Βλαντάς, σε 7 χρόνια φυλακή οι Αδαμόπουλος και Τσακίρης και σε δύο χρόνια ο Κορδέλης».8

Ακόμα: Η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε στη Βουλή το Νόμο 4229/1929 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Ηταν το περιβόητο «Ιδιώνυμο», με το οποίο:

«Οστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν, τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον έξι μηνών. Προς τούτοις, επιβάλλεται διά της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός έως δύο ετών, εις τόπον εν αυτή οριζόμενον».

Η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία κηρύχτηκε στο διάστημα που οι δημοκρατικές ιμπεριαλιστικές χώρες έδιναν τα πάντα στη Γερμανία του Χίτλερ, προσπαθώντας να την στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Οι χώρες των Βαλκανίων - ιδιαίτερα η Ελλάδα, που είναι και μεσογειακή χώρα - τους ήταν απαραίτητο ελεγχόμενο στήριγμα στα σχέδιά τους.

Ηθελαν ένα λαό αλυσοδεμένο. Και βεβαίως η προώθηση του στηρίγματος προϋπέθετε έντονο αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό, παράνομο ΚΚΕ, πλήρως ελεγχόμενα συνδικάτα και Τύπο. Αυτή η επιδίωξη και οι εσωτερικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, με τις οποίες ήταν στενά δεμένη, αποτέλεσαν τους λόγους που επιβλήθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Με άλλα λόγια, η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία ήταν η πολιτική έκφραση των συμφερόντων της αστικής τάξης στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Ηταν η αναγκαία δύναμη στήριξης και ενίσχυσης του ελληνικού καπιταλισμού - στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος - σε συνθήκες προετοιμασίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτά αποδεικνύονται ανάγλυφα τόσο από την εσωτερική όσο και από την εξωτερική πολιτική που εφάρμοσε. Και ακριβώς επειδή αποτελούσε την πιο ακραία έκφραση του αντικομμουνισμού, ήταν υποχρεωμένη να αντιπαρατάξει μια «νέα» ιδεολογία, η οποία θα αντικαθιστούσε την ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», που από τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής και της Συνθήκης της Λοζάνης είχε συντριβεί και μάλιστα με τον πιο επονείδιστο για την αστική τάξη τρόπο. Αυτόν το ρόλο επιδίωξε να παίξει με το μανδύα της ιδεολογίας του «Γ' Ελληνικού Πολιτισμού». Και ενίσχυσε το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του σε τέτοιο βαθμό, που καμιά κοινοβουλευτική δικτατορία δε θα μπορούσε να εξασφαλίσει.

Το γιατί επιβλήθηκε η δικτατορία το έχει πει με δωρική σαφήνεια ο ίδιος ο Μεταξάς:

«Η αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας διά το σύνολον της κοινωνίας και ιδίως διά τας ενδεείς τάξεις».9

Βεβαίως, αποτελεί υπερβολή ο παραπάνω ισχυρισμός του Μεταξά, αφού η οργάνωση και η συνείδηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων δε βρισκόταν σε τέτοιο επίπεδο που να κινδυνεύει το αστικό καθεστώς. Ωστόσο, υπήρξαν σημαντικά γεγονότα, τα οποία δυσκόλευαν τις κινήσεις και τους χειρισμούς της αστικής τάξης μπροστά στα νέα διεθνή δεδομένα. Στα γεγονότα αυτά σημαντική, αν όχι την πρώτη θέση, κατέχουν εκείνα της 9ης Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη, όπου τμήματα του στρατού ενώθηκαν με τους απεργούς καπνεργάτες και άλλους εργάτες και υπήρξαν συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν 9 νεκροί10, 32 βαριά τραυματισμένοι και 250 τραυματισμένοι ελαφρά. Στην ουσία, η λαϊκή κινητοποίηση πήρε τέτοιες διαστάσεις, που η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους διαδηλωτές. Αλλά και στις 3 Ιούνη 1936 η χωροφυλακή στο Βόλο, προκειμένου να διαλύσει συγκέντρωση των απεργών κλωστοϋφαντουργών, δολοφόνησε έναν και τραυμάτισε εφτά.

Αναφερόμενος τότε ο Θ. Σοφούλης στην επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου, από τη μια τον απέρριπτε ως μη πραγματικό, αλλά ταυτόχρονα έκανε μια ειλικρινή ταξική τοποθέτηση. Στο υπόμνημά του προς τον βασιλιά Γεώργιο Β' (Δεκέμβρης 1936) έγραψε:

«Αλλ' εάν ο κ. Πρωθυπουργός είχε στοιχεία, πείθοντα αυτόν, ότι ευρισκόμεθα προ ενός πραγματικού κινδύνου ανατροπής του καθεστώτος, είχε όλην την ευχέρειαν να αποτρέψει τον κίνδυνον διά μόνης της κηρύξεως του στρατιωτικού νόμου, παρεχομένης αναντιρρήτως και υπό της εθνικής αντιπροσωπείας της εγκρίσεως αυτής. Και λέγω αναντιρρήτως, διότι κατά τας συνεδριάσεις της συνταγματικής επιτροπής είχε διατυπωθή η γνώμη, ότι συμφέρει να κατοχυρωθή και υπό του Συντάγματος το πολίτευμα της Χώρας διά παντός μέτρου ασφαλείας κατά του κομμουνισμού, τιθεμένου εν ανάγκη εκτός νόμου».11

Στη σύμπλεξη εσωτερικών και εξωτερικών λόγων που επέβαλαν τη φασιστικού τύπου δικτατορία, μπορεί ίσως κανείς να δώσει μεγαλύτερο βάρος στους εξωτερικούς παράγοντες. Οπως έχει σχετικώς υπογραμμιστεί, «εκρίθη, δηλαδή, ότι, ενόψει πολέμου, θα απετέλη υπερβολικήν πολυτέλειαν διά την Ελλάδα η δημοκρατική διακυβέρνησίς της, η οποία, κατά τον Μεταξάν, θα παρημπόδιζε την πολεμικήν προπαρασκευήν.Αλλά και οι εσωτερικοί δεν είναι αμελητέοι. Γιατί; "Η στάσις αυτή των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων δεν ήτο ανεξήγητος. Ησθάνοντο, κατά βάθος, ότι ο Μεταξάς είχε δώσει την μόνην δυνατήν λύσιν διά την ένωσιν του αστικού κόσμου. Ησθάνοντο ότι το αστικόν καθεστώς, διά να υπερπηδήση την κρίσιν που είχε προκαλέσει ο από του 1916 μέχρι 1936 εμφύλιος πόλεμος, είχε ανάγκην να αναστείλη, επί τι χρονικόν διάστημα, τας δημοκρατικάς ελευθερίας"».3

Η παραπάνω άποψη συμπίπτει με την ερμηνεία που έχουν δώσει και μια σειρά άλλοι Ελληνες συγγραφείς, ως προς τις αιτίες που προκάλεσαν την τόσο οξυμένη (αιματηρή) σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις (βενιζελικών - αντιβενιζελικών) και που τελικά, όπως υποστηρίζουν, τα πράγματα στη μεταξύ τους σχέση έφτασαν σε τέτοιο σημείο, ώστε, για να μη συνεχιστεί ο καταστροφικός αγώνας αλληλοεξόντωσης, αποδέχτηκαν συναινετικά, ως μόνη λύση, την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Στο πλαίσιο της παραπάνω εκτίμησης έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η σύγκρουση αυτών των δύο παρατάξεων ήταν σύγκρουση ταξική, επειδή στην αντιπαράθεση έπαιρνε μέρος και η μεγάλη μάζα των μικροαστικών στρωμάτων!

Δεν επρόκειτο για σύγκρουση ταξική. Η υποτιθέμενη ταξική σύγκρουση έχει τόση βάση όση έχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι, επειδή τα αστικά κόμματα ακολουθούνται από τα μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων είναι κόμματα του λαού! (Εξάλλου και στο μεσοπόλεμο τα αστικά κόμματα τα ακολουθούσε η πλειοψηφία της εργατικής τάξης). Οπως, επίσης, με την άποψη που υποστηρίζει ότι τα μικροαστικά στρώματα αποτελούν κάποια ιδιαίτερη τάξη. Γι' αυτό και το σωστό είναι να κάνουμε λόγο για ενδοαστικές αντιθέσεις, που συμπλέκονταν με τις διεθνείς αντιθέσεις του καπιταλισμού.

Αρχικώς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τις μεταξύ τους αντιθέσεις τα αστικά κόμματα τις πυροδοτούσαν παραπέρα τα ίδια, ώστε, μέσω της τεχνητής πόλωσης, να κρατούν εγκλωβισμένο το λαό. Ωστόσο, αυτές οι αντιθέσεις είχαν και αντικειμενική βάση.

Τις οξύτατες αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις συνέχιζε εκείνα τα χρόνια να πυροδοτεί η συντριβή από την ήττα και η καταστροφή στη Μικρά Ασία, με ό,τι αυτή συνεπαγόταν. Η εγκατάσταση στην Ελλάδα ενάμισι εκατομμυρίου ξεριζωμένων από τη Μικρασία, που προστέθηκαν στα υπόλοιπα εκατομμύρια των εγχώριων εξαθλιωμένων λαϊκών μαζών, όξυνε τις αντιθέσεις. Και οι δύο βασικές πολιτικές παρατάξεις της αστικής τάξης υπόσχονταν λύση στα προβλήματα, δίχως βεβαίως να την πραγματοποιούν. Ετσι, ο παραπλανημένος αυτός κόσμος στρεφόταν πότε στη μία και πότε στην άλλη παράταξη, που, για να τον εγκλωβίζει σε βάρος της αντίπαλης, κατέφευγε στη δημιουργία κλίματος οξύτητας και δημαγωγίας δίχως φιλολαϊκό περιεχόμενο. Βεβαίως, το ίδιο γινόταν και πριν το 1922, όμως σε συνέχεια απέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις. Επιπλέον, η νίλα από την εκστρατεία στη Μικρασία είχε οδηγήσει στην εκτέλεση των έξι επιφανών παραγόντων του «Λαϊκού Κόμματος» (Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Χατζηανέστης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Θεοτόκης). Αυτοί, ναι μεν είχαν μεγάλες ευθύνες για ό,τι συνέβη, αλλά σε τελευταία ανάλυση ήταν τα εξιλαστήρια θύματα της πολιτικής που εφάρμοσαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις («δεξιές» και «κεντρώες»), με ιδεολογικό μανδύα και σημαία τη «Μεγάλη Ιδέα», που κάλυπτε την επιδίωξη της αστικής τάξης να πάρει μεγάλο κομμάτι από την «πίτα» που λεγόταν Τουρκία. Αυτή η επιδίωξη συνέπεσε κατ' αρχήν με τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων να εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους τα Στενά και τα πετρέλαια της περιοχής. Οταν αυτόν το στόχο μπόρεσαν να τον πραγματοποιήσουν «πουλώντας» την ελληνική αστική τάξη και πηγαίνοντας με την τουρκική, τότε επήλθε η καταστροφή: Στράφηκαν κατά της Ελλάδας...

Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Και όπως τηλεγραφούσε ο Ελληνας πρεσβευτής στη Ρώμη:

«Οι κυβερνώντες την Ιταλίαν ελπίζουν ότι, ηττωμένης της Γερμανίας, θα επιστή η ώρα του διαμελισμού της Μικράς Ασίας, θα εγκατασταθή δε και η Ιταλία εν αυτή. Υποθέτουν ευλόγως ότι η Ρωσσία διά των αρμενικών επαρχιών της Τουρκίας, θα κατέλθη εις Μεσόγειον αντίκρυ της Κύπρου. Η Γαλλία θα λάβη την Συρίαν και η Αγγλία την Αραβίαν. Θα απομείνη ικανός διά την Ιταλίαν χώρος προς δυσμάς των ρωσσικών κτήσεων. Μετά δυσφορίας μεγάλης προβλέπουν οι Ιταλοί ότι είναι αδύνατον να μη ληφθή υπ' όψιν η Ελλάς. Επειδή η Σμύρνη και η κοιλάς του Μαιάνδρου είναι περιζήτητοι, δε φαντάζονται οι Ιταλοί ότι θα δοθή εις ημάς. Θα καταβάλουν δ' άλλως πάσαν προσπάθειαν όπως ελάχιστα κληρονομήσωμεν εν Μικρά Ασία».14

Και φυσικά, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι και η ελληνική αστική τάξη της Μικρασίας, που εκμεταλλευόταν Ελληνες και Τούρκους εργάτες, πίεζε για την κατάκτηση της περιοχής από τον ελληνικό στρατό και σε συνέχεια για την προσάρτηση της Μικρασίας από το ελληνικό κράτος (ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, που τελικά σφαγιάστηκε από τους Τούρκους, ήταν από τους πιο ένθερμους κήρυκες της «Μεγάλης Ιδέας»).

Αργότερα, μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1935, οι αντιβενιζελικοί εκτέλεσαν τους βενιζελικούς στρατηγούς Παπούλα και Κοιμήση και τον επίλαρχο Βολάνη, γεγονός που έριξε και άλλο λάδι στη φωτιά.

Παραπομπές:

1. Σπύρου Λιναρδάτου, «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 201, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».

2. Σπύρου Λιναρδάτου, «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 219, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».

3. Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 4, σελ. 390, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».

4. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β', σελ. 430, εκδ. «Ικαρος».

5. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β' , σελ. 183, εκδ. «Ικαρος».

6. Ο.π., σελ. 183.

7. ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ελευθεροτυπίας, 3 Αυγούστου 2000, σελ. 19.

8. Αγγέλου Ελεφάντη, «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης», σελ. 281, εκδ. «Θεμέλιο».

9. Σπύρου Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», σελ. 112, εκδ. «Θεμέλιο».

10. Πηγές της εποχής ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε πάνω από 20. (Βλ. Εκκληση της Εργατικής Βοήθειας της Ελλάδος): Γιώργη Πικρού, «Οι ρίζες του λαϊκού μας κινήματος». 1912 - 1936, σελ. 224, τόμ. 9, εκδ. Καρανάσης.

11. Κομνηνού Πυρομάγλου, «Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του», τόμ. Α', σελ. 107, εκδ. «Ιστορική Ερευνα», 1965.

12. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β', σελ. 423, εκδ. «Ικαρος».

13. Ο.π., σελ. 467.

14. Τηλεγράφημα ελληνικής πρεσβείας Ρώμης, της 14/27 Δεκέμβρη 1914. Αρχεία υπουργείου Εξωτερικών, από Γεωργίου Βεντήρη, «Η Ελλάς του 1910 - 1920», σελ. 267 - 268, εκδ. «Ικαρος».

Πηγή: Ριζοσπάστης

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια