Γιατί το «ξέπλυμα» δια της τέχνης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο

τη συζήτηση για την ελληνική συμμετοχή στο διαγωνισμό της Eurovision με την Ντούσκα και το τραγούδι της Better Love, στο οποίο μεταξύ άλλων ζητά να μάθει την υποτιθέμενη ανεμελιά αποπνέοντας την ελληνική μεταμνημονιακή εποχή αξίζει να σταθούμε στην καθιέρωση συμμετοχής της χώρας μας σε διεθνείς καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς, πόσο μάλλον σε ιδιαίτερα αντιφατικές διοργανώσεις μέσα από τις οποίες επιχειρήθηκε στον προηγούμενο αιώνα  όπως και στην εποχή μας το artwashing η κανονικοποίηση δηλαδή των πραχτικών των κυρίαρχων δυνάμεων μέσω της τέχνης.
Μετά από την συμμετοχή στην διεθνή έκθεση της Ρώμης το 1911 η πρώτη επίσημη συμμετοχή θα γίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στην διεθνή έκθεση της Biennale στη Βενετία, μια περίοδο όπου ο «φιλελεύθερος» πρωθυπουργός Βενιζέλος είχε συνυπογράψει  την συνθήκη Φιλίας Ελλάδας- Ιταλίας (1928), η οποία αναγνωρίζονταν ως ιδιαίτερα επιτυχημένη, καθώς θα αναβάθμιζε την χώρα στον διεθνή χάρτη και η οποία περιελάβανε την διήμερή συνεργασία και στήριξη στην οικονομία, την πολιτική και τον πολιτισμό. Οι τέχνες θα γίνουν για τις Βενιζελικές κυβερνήσεις πεδίο ιδιαίτερα σημαντικής ιδεολογικής αλλά και οικονομικής παρέμβασης τ-όσο για την περίοδο πριν το 1920 όσο και για την τετραετία 1928-1932.[1]

Υπογραφή συμφώνου φιλίας Ελλάδας – Ιταλίας 1928
Ενώ ο Μουσολίνι ετοιμάζονταν για την εκστρατεία στην Αιθιοπία (1936-1937, ταυτόχρονα λιγότερο ή περισσότερο φιλελεύθερες κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη  (Πολωνία, Φινλανδια, Γιουγκοσλαβία κ.α.)γοητεύονταν από τις νέες μεθόδους και τρόπους άσκησης πολιτικής στην Ιταλία. Στη κατεύθυνση της συμφωνίας το 1932 θα ιδρυθεί το Casa d’ Italia ως μορφωτικό κέντρο στην Αθήνα, ενώ ο Α. Μιχαλακόπουλος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης των φιλελευθέρων και υπουργός Εξωτερικών θα εγκαινιάσει την κατασκευή  του ελληνικού περιπτέρου για την συμμετοχή στην έκθεση Biennale στην Βενετία το οποίο θα ολοκληρωθεί το 1934. Το κτίριο θα ήταν φτιαγμένο σε νεοβυζαντινό ύφος καθώς αφενός μεν έπρεπε να αποπνέει την μεγαλοπρέπεια και την ανωτερότητα  της «ελληνικότητας» στην τέχνη που είναι  η «νόμιμη κληρονόμος» της πολιτισμικής παράδοσης του Βυζαντίου έναντι των άλλων βαλκανικών λαών και αφετέρου σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να φαίνονται επιρροές από άλλα σύγχρονα καλλιτεχνικά κινήματα του μεσοπολέμου  (εξπρεσιονισμός, κυβισμός, μπάουχαους κλπ).[2]

Αφίσα της Biennale 1934
Το 1934 λοιπόν, θα φιλοξενηθούν στην έκθεση της Βενετίας  165 έργα από 55 ζωγράφους και χαράκτες και  από 10 γλύπτες. Την επόμενη χρονιά εξαιτίας της επεκτατικής πολιτικής της φασιστικής Ιταλίας και της αντίδρασης της Κοινωνίας των Εθνών δεν θα υπάρξει ελληνική συμμετοχή, ενώ το 1936 όταν και θα είχε επιβληθεί το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα υπάρξει ξανά ελληνική συμμετοχή. Με την συμβολή του Παντελή Πρεβελάκη θα εκδοθεί και κυβερνητικό διάταγμα το 1937: για την σύσταση μόνιμης επιτροπής διεθνούς καλλιτεχνικής έκθεσης Βενετίας,[3] καθώς οι δικτατορίες μοιράζονταν έναν κοινό πολιτικό και πολιτιστικό ορίζοντα.

Το ελληνικό περίπτερο στην Biennale του 1934
Μια ιστορική σύγκριση της ελληνικής συμμετοχής στην Biennale  της Βενετίας στον Μεσοπόλεμο, στους  θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στη Ναζιστική Γερμανία με την συμμετοχή στη Eurovision το 2019 στο Ισραήλ μπορεί να παρουσιάζει περισσότερες διαφορές απ’ ότι ομοιότητες,[4] ωστόσο  ο κίνδυνος της ιστορικής αναλογίας σε αυτήν την περίπτωση δεν έγκειται τόσο στις διαφορές όσο στην ομοιότητα. Όταν η δομική κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού βαθαίνει  και οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται βλέπουμε οι τέχνες να μην είχαν και να μην έχουν έναν ουδέτερο ρόλο, αντίθετα με την σιγή ή την ανυπακοή μπροστά στα σύγχρονα εγκλήματα συμβάλλουν και επιδρούν με πολύ πιο άμεσο τρόπο απ’ ότι τον μεσοπόλεμο στην νομιμοποίηση ή όχι ενός κράτους όπως το Ισραήλ ως  μια κανονική χώρα ή ως ένα καθεστώς εποικιστικής, αποικιοκρατίας, απαρτχάιντ και κατοχή επί του παλαιστινιακού λαού.

Αφίσα της Biennale του 1934
Τις τελευταίες εβδομάδες μπροστά στο ενδεχόμενο ασφυκτικής σιωπής που η  Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση (EBU) με αφορμή και τον διαγωνισμό της Eurovision θέλει να επιβάλει, δεν είναι λίγες οι πρωτοβουλίες στην χώρα μας και στον κόσμο που επιλέγουν να μην σταθούν θεατές αλλά να πάρουν μέρος σε έναν αγώνα πολιτικής και καλλιτεχνικής απονομιμοποίησης του σύγχρονου απαρτχάιντ και ταυτόχρονα αναζήτησης των διεθνιστικών αξιών που προωθούν έναν πολιτισμό που πηγάζει από την ίδια την κοινωνία και απευθύνεται σε αυτήν, όχι για να τον αγοράσει αλλά για την εξυψώσει.[5]
Το ερώτημα λοιπόν, που επιλέξαμε να απευθύνουμε στο παρελθόν για την συμμετοχή της Ελλάδας στην Biennale της φασιστικής Ιταλίας, σχετίζεται με την καλύτερη κατανόηση του νήματος που συνδέει σήμερα τη διοργάνωση «καλλιτεχνικών» διαγωνισμών με την διακήρυξη νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων.
Η ελληνική συμμετοχή στην Μπιενάλε της Βενετίας και οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στην τέχνη τη δεκαετία του ’30.
[1] Ελευθέριος Βενιζέλος και πολιτιστική πολιτική, πρακτικά συμποσίου, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Αργυρώ Βατσάκη επιμέλεια, εκδ. Μουσίο Μπενάκη- Εθνικό ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Αθήνα, 2012
[2]  Μπροστά στην ανάγκη δημιουργίας μιας εθνικής τέχνης  που να υπηρετεί την κυρίαρχη εθνική αφήγηση ο Ευγένιος Ματθιόπουλος θα επεσήμανε ότι : «Η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών προικοδοτήθηκε με τεράστια κονδύλια  στις αρχές της δεκαετίας του 30’, από τον ίδιο προϋπολογισμό των δημόσιων σχολείων, για να κτίσει και να οργανώσει παραρτήματα- εργαστήρια της στους Δελφούς, την Ύδρα και τη Μύκονο, προκειμένου οι νέοι Έλληνες καλλιτέχνες και οι μεταπτυχιακοί υπότροφοι της σχολής να μελετούν την ελληνική φύση και κυρίως την τοπική- τότε ανόθευτη και ζωντανή ακόμη- πολιτισμική και καλλιτεχνική παράδοση». (Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, 2003, σ. 406)