Μενέλαος Λουντέμης - Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό



Ήταν ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ στην ταράτσα. Κάτου η πόλη βούιζε πνιχτά. Από καιρό σε καιρό μια κραυγή ανέβαινε ψηλά, ζυγιζότανε τρέμοντας στο κενό και ξανάπεφτε νεκρή. Από πάνω έβρεχε ψιλό φως ο γαλαξίας. Στις βαθιές σπηλιές του βράχου κούρνιαζαν λουφαγμένα τα πουλιά, και πάνω του ο Παρθενώνας λεύκαζε σαν κρύος σκελετός.

Η Ρηνούλα ακούμπησε στο πεζούλι να ξανασάνει. Είχαν λυθεί οι αρμοί της με το πηγαινέλα, απ’ τη νύχτα ως την άλλη τη νύχτα. Το σπίτι ήταν θεόρατο, κουρασμένο, τραβηγμένο παράμερα απ’ τ’ άλλα μες στην ποδιά του Λυκαβηττού. Μόνο τούτο το καλοκαίρι ξεθάρρεψε να το ζυγώσει ένα άλλο αρματωμένο ακόμη απ’ τις σκαλωσιές.

Η Ρηνούλα τριγύριζε μέσα στο άδειο σπίτι σαν παιδί χαμένο μέσα στο παραμύθι. Βίζιτες (επισκέψεις) δεν περνούσαν το κατώφλι. Η κυρία το μεταχειριζότανε σαν ξενοδοχείο. Και μοναχά ο κύριος κλεινόταν τα βράδια στο σαλόνι με κάτι φίλους του και χαρτοπαίζανε…χαρτοπαίζανε ασταμάτητα, ώσπου να χλομιάσουν τα τζάμια απ’ το πρώτο φέγγος της αυγής.

Ήταν πολλές οι δουλειές σε κείνο το σπίτι, πολύ το κοψομέσιασμα∙ κι η ψυχή της Ρηνούλας μια. Αυτή θα το κουμαντάριζε, αυτή θα το συγύριζε. Θα το κανάκευε σαν το μικρό παιδί τα κουκλόπανά του. Το είχε κιόλας αγαπήσει – ίσως γιατί κανείς άλλος δεν το πρόσεχε. Το ’χε έτσι σαν φιλενάδα, σαν εκκλησίτσα που της έκανε τάμα τον εαυτό της. και πώς να μην τ’ αγαπά ύστερα από τόσο ιδρώ και τόσο κλάμα που ’χυσε μες στις άδειες κάμαρές του; Πηγαινορχότανε σαν μικρή σαϊτα στον αργαλειό, πέρα δώθε, πέρα δώθε…Έμπαινε στις κάμαρες, κύλαγε στην κουζίνα, πρόβαλε στο μπαλκόνι…Κι ανεβοκατέβαινε τη σπειρωτή του σκάλα σαν μερμηγκάκι στο βότσαλο. Το βράδυ ήταν ένα μικρό λείψανο∙ κι ανέβαινε στον ουρανό της, στο λευκό καμαράκι της ταράτσας, να πεθάνει. Μα ούτε κι αυτό της ήταν βολετό. Ο κύριος είχε τα ξενύχτια του κάτου. Στρωνότανε αντικριστά με κάτι φίλους του στο τραπέζι και τον έπαιρνε μαζί τους η αυγή. Είχαν κι αυτοί το ίδιο κόψιμο. Βραχνοί, μυρωδάτοι κι αμίλητοι. Βρικολάκιαζαν όλη τη νύχτα σαν κριματισμένοι. Είχαν βαθιές ολονυχτίες μπροστά στους Ρηγάδες και στις Ντάμες σαν τους θρήσκους μπροστά στα κονίσματα…Και τα θυμιάτιζαν, τα θυμιάτιζαν με τα τσιγάρα τους ως το πρωί.

Ένεκα που οι κύριοι ήταν αργοσάλευτοι, ένεκα που το χαρτί τους ζάλιζε, δεν άπλωναν το χέρι τους ούτε στο τόσο. Κι έπρεπε να ξενυχτάει κάπου γύρω τους η Ρηνιώ και να ’χει τ’ αφτιά της έτοιμα, μην την κράξουνε με το κουδούνι, πότε για πιοτά και πότε για τσιγάρα. Το κουδουνάκι του κυρίου την ξετρύπωνε όπου κι αν πήγαινε να σταθεί, ακόμα και στον ουρανό της. Παντού είχαν κρεμασμένο κι από ’να στριγκιάρικο κουδούνι που την έκραζε με τ’ όνομά της.

Μα τώρα μπορούσε να ξανασάνει για καμιά ώρα. Τους τα ’χε όλα στα χέρια τους. Μπορούσε να ακουμπήσει στο πρεβάζι και ν’ ακούσει την ανάσα της Αθήνας. Να δώσει το νέο της πρόσωπο να της το χαϊδέψει ο Σαρωνικός. Ν’ αναθυμηθεί τα πάθια της. Τους δικούς της όλους στο χώμα. Το ξεριζωμένο βιος τους, που τους το ’καψε όλο η φωτιά και τα τουφέκια.

Στάθηκε βαριά η ζέστη σήμερα. Πνιγούρα. Κι ο ήλιος δάγκανε σαν σκύλος. Δίπλα στο γιαπί, βούιζαν ολημερίς οι χτιστάδες και τα μαστορόπουλα, ανεβοκατεβαίνοντας τις σκαλωσιές, με λάσπες και μπετά. Έχτιζαν κι άλλη σπιταρόνα, στερέωναν κι άλλη σπειρωτή σκάλα, για να την ανεβαίνουν και να λαχανιάζουνε κι άλλα κουρασμένα ποδαράκια.

Τα βράδια καναδυό χτίστες ξενυχτέρευαν εκεί για να γλιτώσουνε τα ναύλα –έμεναν έεε…στην άκρη του κόσμου, στην Κοκκινιά- και στρώνουνταν κάτου απ’ τ’ άστρα και κουβέντιαζαν ήσυχα ήσυχα και λυπημένα. Είχαν να λένε τα δικά τους. Για το ξεροφάι, τη σφίξη, την αναδουλειά. Έκοβαν από δω, μερεμέτιζαν από κει… το μεροκάματο μικρό, δεν τα ’φέρναν βόλτα. Προχτές –λέει- η κερά του ενός, του Γιάννη, έπεσε. «Έχει όγκο», είπαν οι γιατροί. Ανεβοκατέβα, Γιάννη, τις ξένες σκάλες, παρακάλα, βρίσε…τέλος. Έσωσε και τη βάλανε στο «Πολιτικό». Μα τα μωρά γύριζαν στο μαχαλά σαν τα κουτάβια, ώσπου τα συμμάζεψε μια γειτόνισσα. Ερημιές…

Ήταν μετρημένοι άνθρωποι. Ρουφούσαν το βράδυ τα τσιγάρα τους και μελετούσαν τα καθέκαστα του κόσμου. Γιατί τούτο είν’ έτσι και γιατί κείνο αλλιώς. Ποιο είναι το πρεπούμενο και ποιο το άδικο.

Τ’ άκουγε η Ρηνούλα απ’ την ταράτσα της και συμφώναγε μαζί τους. «Ναι» έλεγ’ από μέσα της. «Ναι, ναι…κι αμ πως!» Είχαν δίκιο κείνες οι φωνές – φωνές μοναχά ήταν, σουσούμια (εξωτερικά χαρακτηριστικά, κινήσεις ατόμου) δεν έβλεπε. Μια φορά όμως ό,τι και να πεις οι φωνές ήταν γλυκές, κι η Ρηνούλα έλεγε μέσα της: πατεράδες…Έγερνε, έτσι το κεφαλάκι της κι ήταν σαν ν’ ακουμπάει στα γόνατα κάποιου απ’ αυτούς με τις φωνές – κείνου που είχε την πιο βραχνή.


***


Ήταν ήσυχα, λοιπόν, πολύ ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ πάνου στην ταράτσα. Η Ειρήνη είχε σιγουρέψει κάτου τις δουλειές της, κι ήρθε κι ακούμπησε τους αγκώνες στο πεζούλι, και περίμενε ν’ ανέβει η δροσιά.

Αντίκρυ στο γιαπί, είχαν κι απόψε αϋπνίες. Οι μιλιές τους σιγανές έσκιζαν τα δυο μέτρα που τη χώριζαν κι έφταναν καθαρές στον ουρανό της. Έβαλε αφτί. Τρεις φωτιές ζυγωμένες η μια στην άλλη, μιλούσαν ήσυχα και μυαλωμένα.

-Εγώ, έλεγ’ η μεσιανή φωτιά, ό,τι θέλεις εσύ πες. Καιρό το πασπατεύω στο μυαλό μου. Οι μανάδες… Τέλεψε. Αν οι μανάδες σηκώσουνε φωνή, δεν έχει πόλεμο.

-Και γιατί όχι κι οι πατεράδες; Αποκρίνεται η δεύτερη φωτιά; Γιατί όχι κι οι γυναίκες; Κι οι αδελφές; Στο χέρι των φτωχώνε είναι.

-Έτσι είναι… έτσι. Πρέπει να συμφωνήσεις, Γιάννη, λέει σκύβοντας η μεσιανή φωτιά.

-Ναι… δε λέω όχι… κάνει η Τρίτη φωτιά. Μα να λέμε πάλε και την αλήθεια. Πότε ο φτωχός πήγε σύμφωνα με το συφέρο του;

-Ναι… είναι κι αυτό. Μα τα πράγματα βλέπεις τώρα άλλαξαν. Ανθρώπεψε λιγάκι το μυαλό του κοσμάκη, τροχίστηκε.

-Ναι… ναι, Γιάννη… αποσώνει η δεύτερη.

Μα ο Γιάννης έσβησε. Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά αμίλητα. Τώρα απόμεναν μόνες οι δυο φωτιές, να κλείνουν η μια στην άλλη το ματάκι.

-Λοιπόν… λέει ξαφνικά η Τρίτη φωτιά και ξανανάβει.

Μα η Ρηνούλα δεν πρόφτασε ν’ ακούσει τη συνέχεια. Το κουδουνάκι την έκραξε νευριασμένο. Άφησε λυπημένη την ταράτσα της και κατέβηκε.

Μα παράξενο… Οι κύριοι δεν έπαιζαν τούτη τη φορά, κι είχαν λιγοστέψει. Η Ρηνούλα έδωσε λίγο αφτί. Την ίδια κουβέντα είχαν και κείνοι. Τί παράξενο. Γιατί μιλούν όλο γι’ αυτό; Πόλεμος; Αχ, το ήξερε τι ήταν! Ρημάδι ήταν κι αυτή. Αποκαϊδάκι του πολέμου. Την ώρα που δρασκέλιζε το κατώφλι πρόφτασε ν’ ακούσει τα λόγια τους. Μιλούσε ένας παχύς με σκοτωμένα κρέατα, φορτωμένος δαχτυλίδια. Τον θυμόταν κι απ’ τις άλλες βραδιές. Είχε κάτι φουσκωμένα τριχωτά αφτιά και βλέφαρα μουντά και πεσμένα. Τον αντίσκοβε ο κύριος με τη συνηθισμένη του υγρή προφορά χτυπώντας δυνατά τα σύμφωνα. Τέλος απόσωσε ο άλλος:

-Εν πάση περιπτώσει… Κι όπως και να το κάνεις… μέχρις ότου βρεθεί κάτι άλλο καλύτερο, ο πόλεμος είναι η μόνη δυνατή λύσις.

Η Ρηνούλα τον κοίταξε γουρλωμένη: «Τέτοιος είναι ο πόλεμος!» έκανε μέσα της.


Προχώρησε δειλά μέσα και στάθηκε αντίκρυ τους.

-Ειρήνη, έκανε ο κύριος οκνά, μα δεν προχώρησε. Το μάτι του ξεχάστηκε πάνω στο μπουστάκι της και βάλθηκε να το ψαχουλεύει. Ένα χρόνο που την είχε στο σπίτι του, παραδομένος στα χαρτιά, δεν είχε πάρει τον κόπο να την προσέξει. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι. Βουλιαγμένοι στις πολυθρόνες τους άρχισαν να την κοιτάζουν ρεμβά. Πρώτη φορά την πρόσεξαν. Κάτω απ’ το λινό της ρούχο είχε αρχίσει ν’ ανθίζει.

-Τι να φέρω; Ρωτά για να ξεγαντζώσει από πάνω της τα μάτια τους.

Φέρε… λέει ο κύριος, πάντα ξεχασμένος απάνω της. η φωνή του δεν κυλούσε, στέγνωσε. Γάντζωσε στο καρύδι του κι έπεσε πίσω.

-Τί;

-Φέρε… ψήσε τρία μπιφτέκια. Κατόπι… Κατέβα στο υπόγειο. Δεξιά είναι οι μποτίλιες. Ή μάλλον… στάσου να πάμε μαζί.

-Ξέρω! Είπε ξαφνιασμένο το Ρηνάκι. Πάω γω. Ξέρω!

Και τινάχτηκε λαφιασμένη έξω. Πριν βγει πρόφτασε να δει τα μάτια τους να τρέχουν αν λιμασμένα νύχια πάνω στην άδετη σάρκα της, κι ανατρίχιασε. Πώς να γλιτώσει ένα μονάχο, απροστάτευτο άχερο ζωσμένο από τόση αχόρταγη φωτιά;

Όσην ώρα δούλευε άκουε πίσω της τις σκεπασμένες μιλιές. Πήγε αυτό που της ζήτησαν και τινάχτηκε αμέσως έξω. Είχε προφτάσει μονάχα να δει με την άκρη του ματιού της ότι ρίχτηκαν με δίψα στο κρασί. Στην κουζίνα πάλεψε να καταλαγιάσει την καρδιά της, και κάτι άρχισε να καταφέρνει. Μα σε λιγάκι το κουδούνι κύλησε σαν φίδι και την ξανακάλεσε.

Με την πρώτη ματιά που έριξε μέσα, κατάλαβε. Ο αέρας μύριζε βαριά λαγνεία. Άρρωστη βουλιμία έπνιγε το δωμάτιο. Η ετοιμόρροπη σάρκα ετοιμαζότανε να επιτεθεί, σαν τη σφήκα που δαγκάνει και ψοφώντας.

-Ρηνούλα… είπε πνιχτά ο κύριος.

Πρώτη φορά άκουσε τ’ όνομά της χαϊδευτικά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.

-Ρηνούλα… ξανάκανε ο κύριος κι η φωνή του έτρεμε να λιώσει.

-Τι είναι κύριε;… λέει κρυώνοντας.

-Ρηνούλα… κάνουν τώρα όλοι. Ρηνούλα… έλα να κάτσεις κοντά μας. Έλα Ρηνούλα… εδώ.

Η φωνή τους ήταν τρυφερή, γιομάτη θέρμη κι ανυπομονησία. Ο παχύς με το κόκκινο μάτι έσυρε το βλέμμα του κατά την πόρτα. «Θα την κλείσουν!» σκέφτηκε η Ρηνούλα και ρίχτηκε αλαφιασμένη πίσω.

-Όχι! λέει και βρέθηκε στο κατώφλι.

Από κει τους κοίταξε για τελευταία φορά. Ήταν σαν ερεθισμένοι βούβαλοι που βγαίνουν από βούρκο. Της φάνηκε πως σηκώθηκαν ορθοί, με τα πιασμένα τους λαιμά, και πως χίμηξαν απάνω στο λίγο της κορμάκι βρομώντας αίμα και πόθο βαρύ. Ήταν όλο δόντια. Μάτια. Και καπνό.

-Οι λύκοι! Έκανε να ξεφωνίσει.

Και ξύπνησαν μέσα της οι χειμωνιάτικες ιστορίες του παππούλη, για τους λύκους που χιμούσαν στα κοπάδια τους και τα ’κοβαν… Για τα αλαλητά των αρνιών μες στο πούσι… και για τα αίματα.

Τρελή έπεσε έξω, έτρεξε στο διάδρομο, και μπήκε παραζαλισμένη στην κουζίνα. Από κει άρχιζε η σπειρωτή σκάλα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τα λιγνά της πόδια τρέχουν, κροτούν στα σιδερένια σκαλιά. Και φτάνει στον ουρανό της. Ακούμπησε στο πεζούλι κι έπιασε την καρδιά της. κοντανάσαινε κιόλα σαν τρομαγμένο βετούλι (κατσίκι ηλικίας ενός έως δύο μηνών). Έβαλε αφτί κατά το γιαπί. Και ξάφνου χλιαρή άχνα χύθηκε στην ψυχή της. οι εργάτες συνέχιζαν την ειρηνική τους κουβέντα. Αυτοί θα την έσωζαν… Μα πώς να τους το πει; Και η ώρα δεν την έπαιρνε. Σε λιγάκι, σε μια στιγμή, οι λύκοι θ’ ανέβαιναν και στον ουρανό της. Να λεκιάσουν τον κατάλευκο κόσμο της, να βρομίσουν την ανέγγιχτη μοσκοβολιά του.

Με δειλή, γοργοτρέμουλη φωνούλα, σίμωσε στο πεζούλι. Ετοιμάστηκε να φωνάξει, μα ντράπηκε κι έβηξε. Ο βήχας όμως την ξεθάρρεψε κι έκανε να ξαναδοκιμάσει.

-Μπάρμπα… λέει κλεφτά… Μπαρμπάδες… πστ… πστ!

Η φοβισμένη φωνή φτάνει απέναντι και τους σταματάει.

Μια φωτίτσα σηκώθηκε κοκκινωπή και προχώρησε ως το περβάζι.

Τι είναι; Ρωτά ανήσυχα. Τι τρέχει εκεί; Ποιος φωνάζει;

-Μπάρμπα… λέει ξανά κλαφτά, φοβάμαι, εδώ… Θα… Με κυνηγούν.

-Ποιος σε φοβερίζει, κόρη μου; Για έλα πιο κοντά να μου το πεις. Τι σου κάνουνε; Ποιοι;

Οι άλλες δυο φωτιές που σώπαιναν παράμερα τώρα σηκώθηκαν. Κίνησαν σαν μικρά φαναράκια κι ήρθαν κοντά στην άλλη.

-Τι ’ναι Γιάννη; ρωτά η μια φωτιά την άλλη.

-Το κοριτσάκι απ’ αντίκρυ… αποκρίθηκε η πρώτη φωτιά. Κάποιοι κάτι του κάνουν… κάτι το πιλατεύουν.

Η φωνή του κοριτσιού ξανασύρθηκε απ’ αντίκρυ τώρα σπαραχτικότερη.

-Σώστε με, μπαρμπάδες… Σώστε με… Σώστε με… γλήγορα!

Οι τρεις φωτιές τινάχτηκαν ψηλά σαν κόκκινα φεσάκια σε διαδήλωση. Ύστερα ένα μαδέρι βρόντηξε. Κάτι ακούστηκε να σέρνουν ορμητικά. Το μαδέρι ήρθε κι έστησε πλώρη αντίκρυ της και αμέσως μετά –μ’ ένα έι χοπ!- το ’στειλαν να γεφυρώσει τα δυο δώματα.

-Έλα… που ’σαι; ακούστηκε η μαλακιά φωνή του Γιάννη. Μικρό… που ’σαι παιδί μου;

-Εδώ μπάρμπα… λέει κλαμένη η φωνούλα.

-Πάτα!

-Το Ρηνάκι ζυγιάστηκε. Πάτησε. Μα ξανάκανε πίσω.

Κρατάμε μεις. Πάτα.

Πάτησε. Ένα σκοτάδι έγινε μες στην ψυχή της. Τα μάτια της έκλεισαν. Έσφιξε τις μικρές της γροθιές κι έκανε το μεγάλο δρόμο.

Σ’ ένα λεπτό, μισοπεθαμένη, ήταν στα χέρια τους. Τη δέχτηκαν κείνοι σαν πουλί, σαν σπλάχνο τους. Σαν ένα μήνυμα τρυφερό και βαρυσήμαντο. Της σκούπισαν απαλά τα μάτια, την καλόπιασαν…

-Που είμαι;… ρωτούσε κείνη ακόμα ζαλισμένη.

-Σώπα… Σώπα, κόρη μου, της λέει ο μπαρμπα-Γιάννης, μη σκας. Σκούπισε τα ματάκια σου και πες μας πώς σε λένε;

-Ειρήνη λέει γοργά το κορίτσι. Σώστε με. Σώστε με… Εκεί… Κείνοι.

-Σώπα, Ρηνάκι… λέει ο γέρος τρυφερά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της αργατιάς, σώπα σώπα Ερηνάκι… Τώρα θα σε γλιτώσουμε…

13 Μαρτίου 1956 - Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη

Πηγή: Φάρος του Πνεύματος

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια