Μαρίνος Αντύπας


Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε το 1872 στα Φερεντινάτα της Κεφαλληνίας. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του μαραγκού και ξυλογλύπτη Σπύρου Αντύπα και της Αγγελικής Κλαδά. Τελείωσε με στερήσεις το Γυμνάσιο στο Αργοστόλι το 1890 και τον ίδιο χρόνο εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς τελικά να ολοκληρώσει τις σπουδές του.

Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων υπήρξε ενεργό μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου στην Αθήνα, ιδρυτής του οποίου υπήρξε ο διανοούμενος Σταύρος Καλλέργης. Μάλιστα η εφημερίδα “Σοσιαλιστής” που ο ίδιος εξέδιδε, ανάφερει στο φύλλο της 1ης Μάρτη 1896 την ομιλία του φοιτητή τότε ακόμα Αντύπα σε 200 άτομα στη Βιτρινίτσα.

Σε ένα γράμμα του, προσδιορίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα στο θολό τότε τοπίο των σοσιαλιστικών θεωριών. Απορρίπτει, λοιπόν, τον αναρχισμό, όπως και το «χριστιανικό σοσιαλισμό» και δηλώνει την πίστη του στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Συμμετείχε σε όλες τις κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια της εποχής για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των αγροτών. Το 1896 συμμετείχε ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση, όπου και τραυματίστηκε, αγωνιζόμενος στο πλευρό των Κρητών, που πάλευαν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό.

Επέστρεψε στην Αθήνα τον επόμενο χρόνο, όπου και συνελήφθη, επειδή σε μία ομιλία του κατηγόρησε τη βασιλική οικογένεια και το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων ως υπεύθυνους για το φιάσκο του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός χρόνου και μετά την αποφυλάκισή του συνελήφθη εκ νέου, κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία στην απόπειρα δολοφονίας του βασιλιά Γεωργίου Α’, που επισυνέβη στις 14 Φεβρουαρίου 1898. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το επεισόδιο ήταν προβοκάτσια, καθώς οι υποτιθέμενοι δράστες φυγαδεύτηκαν στην επαρχία την ώρα που διαδιδόταν από το παλάτι και την κυβέρνηση πως είχαν ήδη εκτελεστεί για την πράξη τους.

Μετά την κατάρρευση της εις βάρος του κατηγορίας επέστρεψε στην Κεφαλληνία και το 1900 εξέδωσε στο Αργοστόλι την εβδομαδιαία εφημερίδα «Ανάστασις», μαχητικό όργανο των ιδεών του, που κυκλοφορούσε με μεγάλα διαστήματα διακοπών έως το θάνατό του. Στο Αργοστόλι ίδρυσε, επίσης, το λαϊκό αναγνωστήριο «Η Ισότης», το οποίο υπήρξε κέντρο πνευματικού και πολιτικού προβληματισμού.

Το 1904 ταξίδεψε στο Βουκουρέστι κι έπεισε τον πλούσιο θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση να επενδύσει στην αγορά γης στον Θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι, ο Σκιαδαρέσης μαζί τον συμπατριώτη του Αριστείδη Μεταξά αγόρασαν στην περιοχή των Τεμπών μία μεγάλη έκταση (τσιφλίκι) 300.000 στρεμμάτων.

Στις εκλογές της 20ης Μαρτίου 1906, ο Αντύπας κατήλθε ως υποψήφιος βουλευτής, αλλά απέτυχε να εκλεγεί κι έτσι τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ανέλαβε τη διεύθυνση του τσιφλικιού του θείου του. Αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ραψάνης και διαπίστωσε τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των κολίγων, ύψωσε τη σημαία του αγροτισμού, εμπνεόμενος από ένα όραμα σοσιαλισμού. Με ομιλίες και περιοδείες στα γύρω χωριά προπαγάνδιζε τη χειραφέτηση των αγροτών μέσω της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών και της διανομής τους στους κολίγους, κατόπιν αποζημίωσης των ιδιοκτητών τους. Αν και το κήρυγμά του ήταν μετριοπαθές, αποτέλεσε κόκκινο πανί για τους τσιφλικάδες και την κρατική εξουσία. Αρχικά μέσω Νομαρχίας και Αστυνομίας έγιναν προσπάθειες να “συνετιστεί” ο ενοχλητικός επιστάτης μέσω απειλών και συστάσεων. Μάλιστα ο φιλοβασιλικός βουλευτής Αγυιάς Σλήχμαν διαπληκτίστηκε δημόσια με τον Αντύπα, υποβάλλοντάς του μήνυση, κατά την οποία ο τελευταίος είπε στην απολογία του τα εξής:

"Δεν είμαι στοιχείον κακοποιόν και ταραξίας. Είμαι παιδί του λαού, που συγκινήθηκε διά την οικτρά κατάστασιν των αγροτών της Θεσσαλίας. Εκεί κάτω, κύριοι δικασταί, η κατάστασις είναι άθλια και η εικών του κάμπου άθλια. Ελληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κάτισχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουν ως φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων… Ηρχισα λοιπόν και έργω και λόγω παρέχων εις τους χωρικούς πάσαν ευκολίαν, απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγγαρείας, ας καθιέρωσεν ή τετρακοσιετής τυραννία των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλως η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία… Ο μηνυτής μου, Γερμανός την καταγωγήν και άνθρωπος των τσιφλικούχων, με κατηγόρησε εις τον Νομάρχην Λαρίσης ως δημεγέρτην, στασιαστήν και ταραξίαν. Η καταγγελία ήτο ψευδής. Εις τους αγρότας ωμίλησα πολλάκις αλλ’ όχι ως στασιαστής. Ωμίλησα ως ανθρωπιστής και κοινωνιστής. Τους υπέδειξα ότι δύναται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των και ότι τα τσιφλίκια είνε η γη των προγόνων των, η βιαίως και ατίμως περιελθούσα εις την κατοχήν των μπέηδων και πασάδων αρχικώς και ακολούθως μεταβιβασθείσα εις τυράννους φέροντας ελληνικά ονόματα, αλλά ψυχήν ανθρωπομόρφων θηρίων… Καταδικάσατε, κύριοι δικασταί αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν, αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου."

Τελικά καταδικάστηκε σε 20 μέρες φυλάκιση.

Η δολοφονία του οργανώθηκε, όπως αποδείχτηκε, από τους μεγαλοτσιφλικάδες της Θεσσαλίας, που έβλεπαν τον Αντύπα να «οργώνει» τον κάμπο και να μεταφέρει το εξεγερτικό του μήνυμα στους κολίγους. Εκτελεστικό όργανο των τσιφλικάδων ήταν ο Ιωάννης Κυριακός, έμπιστος επιστάτης του μεγαλοτσιφλικά Αριστείδη Μεταξά, ο οποίος πυροβόλησε πισώπλατα με δίκαννο όπλο τον Αντύπα. Τα τελευταία λόγια του Αντύπα, που ξεψύχησε στην αγκαλιά του εξαδέλφου του Παναγιώτη Σκιαδαρέση, ήταν: «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία», το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης.

Ο Κυριακού υποστήριξε, ενώπιον των αστυνομικών αρχών που επιλήφθηκαν της υπόθεσης, ότι βρισκόταν σε άμυνα, όταν πυροβόλησε τον Αντύπα, ο οποίος προηγουμένως, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τον είχε ραπίσει κατά τη διάρκεια φιλονικίας. Ο ισχυρισμός του αυτός έγινε δεκτός, αργότερα, από το δικαστήριο που τον αθώωσε (1908), παρότι ο Αντύπας είχε χτυπηθεί πισώπλατα. Εξάλλου ο αστυνομικός που είχε καταφτάσει στον τόπο του εγκλήματος τηλεγράφησε στο υπουργείο Εσωτερικών πως “Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου”, ενώ υπάρχουν κι ενδείξεις χρηματισμού ή εκφοβισμού των ενόρκων από τους τσιφλικάδες.

Η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα προκάλεσε συγκίνηση στο χώρο των προοδευτικών δυνάμεων της εποχής και επί αρκετές ημέρες υπήρξε το κύριο θέμα πολλών αθηναϊκών εφημερίδων. Ο θάνατός του προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση όχι μόνο στη Θεσσαλία, αλλά και στην πρωτεύουσα λόγω της πρότερης δράσης του εκεί. Όπως σημειώνει ο Γιάννης Κορδάτος, στο τρίτο από μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν τον Αύγουστο του 1947 στην εφημερίδα του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος “Νέος δρόμος”:

Οι εφημερίδες “Ακρόπολις”, “Σκρίπα”, “Αστυ” και “Αστραπή” αφιέρωσαν άρθρα και έγραψαν νεκρολογίες, ενώ στη Λάρισα, όπου μεταφέρθηκε από τον Πυργετό το φέρετρο του αγροτικού ηγέτη, έγινε λαϊκό προσκύνημα. Χιλιάδες κόσμου παρελάσανε από το ξενοδοχείο “Μουστάκα”, όπου είχε τοποθετηθεί το λείψανο. Στον Πειραιά, μάλιστα, τα εργατικά σωματεία του κάνανε μνημόσυνο. Υπήρξαν βέβαια και έντυπα που δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν το θάνατο του Αντύπα για να απευθύνουν έμμεση προειδοποίηση στους ομοϊδεάτες του πως αν προσπαθούσαν να διαδώσουν έμπρακτα τα πιστεύω τους, θα τους περίμενε η ίδια τύχη με τον αγροτικό ηγέτη. Η φιλοβασιλική “Εστία” σημείωνε πχ. πως: ” Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία – έγραφε η εφημερίδα – προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του, ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει, ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχη, και να τηρήται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του.

Τρία χρόνια ακριβώς μετά τη δολοφονία του, οι κολίγοι ξεσηκώθηκαν στο Κιλελέρ και δικαίωσαν τη θυσία του. O Μαρίνος Αντύπας έκτοτε αποτελεί το σύμβολο των αγώνων των αγροτών στην χώρα μας.

Στο τελευταίο από τα μηνύματά του, στις 27 του Φλεβάρη 1907, έλεγε:

«Συμφώνως προς τας ανωτέρω σκέψεις είμαι επαναστάτης, υποσκάπτων το άγριον καθεστώς μεθ’ όλων μου των δυνάμεων…Φρονώ ότι το δίκαιον είναι εκεί όπου το συμφέρον των πολλών και όχι των ολίγων, επομένως μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ της εξαφανίσεως του τσιφλικιού και της πλήρους ανεξαρτησίας του καλλιεργητού»…

Αποφθέγματα

Δεν είμαι στοιχείον κακοποιόν και ταραξίας. Είμαι παιδί του λαού, που συγκινήθηκε διά την οικτρά κατάστασιν των αγροτών της Θεσσαλίας.

Πολλάκις εδοκίμασα την λόγχη και την φυλακή, κατανοήσας έτσι ότι η πρόοδος της ιδέας έχει ανάγκην αυτοθυσίας και ότι το δέντρο του αγώνα ποτίζεται με αίμα και όχι με νερό.


Ούτε άγιος είμαι, ούτε ήρωας. Είμαι απλώς ένας φορεύς χαλίκων για το κτίσιμον ενός δικαιότερου κόσμου.


Πηγή: sansimera.gr, imerodromos.gr, katiousa.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια