Μια νέα τηλεοπτική σειρά με θέμα έναν «δικτάτορα» στη Βενεζουέλα έρχεται να μας θυμίσει τον ρόλο που παίζει η CIA στη βιομηχανία του θεάματος.

Ένας ημιπαρανοϊκός δικτάτορας, που εκμεταλλεύεται τον πλούτο της χώρας του για να ενισχύσει μια μικρή ομάδα κλεπτοκρατών, έχει καταλάβει την εξουσία στη Βενεζουέλα. Τη συνέχεια μπορείτε να τη φανταστείτε και μόνοι σας. Ένας καλός πράκτορας της CIA παρεμβαίνει για να σώσει τον λαό της χώρας και μαζί την καρδιά ενός (αντικαθεστωτικού) κοριτσιού.

Το συγκεκριμένο σενάριο, από τον δεύτερο κύκλο της σειράς «Jack Ryan» που παρουσιάστηκε πριν από μερικές εβδομάδες στην πλατφόρμα της Amazon, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής προπαγάνδας που διοχετεύεται σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές εδώ και δεκαετίες.

Ο συνήθης ύποπτος σε αυτές τις παρεμβάσεις του αμερικανικού κράτους στην έβδομη τέχνη είναι το αμερικανικό Πεντάγωνο. Το αρμόδιο «γραφείο διασύνδεσης», που διαχειρίζεται τις σχέσεις με τις εταιρείες παραγωγής, προσφέρει δωρεάν στρατιωτικό προσωπικό και εξοπλισμό αξίας εκατομμυρίων ή και δισεκατομμυρίων δολαρίων, με αντάλλαγμα τη δυνατότητα παρέμβασης στο σενάριο.

Όπως είχαν αποκαλύψει οι συγγραφείς Τομ Σέκερ και Μάθιου Άλφορντ, στο βιβλίο τους «National Security Cinema», το Πεντάγωνο είχε «καθοδηγήσει» την παραγωγή τουλάχιστον 410 ταινιών. Στη λίστα που δημοσίευσαν οι δύο ερευνητές, αφού μελέτησαν χιλιάδες πρώην διαβαθμισμένα έγγραφα, περιλαμβάνονται αναμενόμενες ταινίες όπως το «Top Gun», αλλά και παραγωγές που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση με τον μηχανισμό προπαγάνδας του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας, όπως το «Karate Kid 2».

Ενώ όμως τα φώτα των αποκαλύψεων πέφτουν συνήθως στον ρόλο του Πενταγώνου, πολύ σπανιότερα μαθαίνουμε πληροφορίες για τις κινηματογραφικές ανησυχίες της CIA. Όπως αποκάλυψε (μάλλον κατά λάθος) ο Τζον Κρασίνσκι, πρωταγωνιστής της σειράς «Jack Ryan», οι παραγωγοί αλλά και οι ηθοποιοί είχαν σειρά επαφών με συμβούλους της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών, οι οποίοι για πρώτη φορά ύστερα από αρκετά χρόνια τούς επέτρεψαν να κινηματογραφήσουν στο εσωτερικό του αρχηγείου της CIA.

«Ήταν απίστευτα γενναιόδωροι και έτοιμοι να μας προσφέρουν τα πάντα», εξηγούσε ο Κρασίνσκι, ενώ ο συμπρωταγωνιστής του, Γουέντελ Πιρς, δήλωσε ότι στήριξε τον χαρακτήρα που υποδύεται σε έναν από τους αξιωματούχους της CIA που γνώρισε από κοντά.

Η CIA επιχειρούσε να διατηρεί «φιλικές σχέσεις» με δημοσιογράφους και άλλους διαμορφωτές της κοινής γνώμης από τις πρώτες ημέρες της ύπαρξής της, όταν ο διευθυντής Άλεν Ντάλες τραπέζωνε την ελίτ των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον.
Η διασύνδεσή της όμως με τη βιομηχανία του θεάματος απέκτησε νέα χαρακτηριστικά στα μέσα της δεκαετίας του ’90, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον. Σύμφωνα με το περιοδικό Atlantic, το μεγάλο άνοιγμα στο Χόλιγουντ ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο παραγωγός Τσέις Μπράντον, ο οποίος ενστάλαξε τις θέσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών σε ταινίες όπως «Παιχνίδια ολέθρου» και «Άμεσος κίνδυνος».

Σύμφωνα πάντα με το Atlantic, η CIA απέκτησε και τους αγαπημένους της ηθοποιούς, όπως ο Μπεν Άφλεκ και ο Χάρισον Φορντ, οι οποίοι φέρονται να πέρασαν αρκετές φορές από τα «κεντρικά» για να συμβουλευτούν αξιωματούχους της υπηρεσίας.

Το αποτέλεσμα ήταν ταινίες όπως το «Argo», στην οποία ο Μπεν Άφλεκ υποδύεται έναν πράκτορα της CIA ο οποίος επιχειρεί να απομακρύνει τα μέλη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη που κρατούνταν όμηροι μετά την ισλαμική επανάσταση του 1979. Παρά το γεγονός ότι η ταινία στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά από το βιβλίο «The Master of Disguise» του πράκτορα της CIA Τόνι Μέντεζ, ουσιαστικά ανατρέπει την πραγματική εικόνα.

Ένα περιστατικό που είχε οδηγήσει σε πρωτοφανή διεθνή ταπείνωση την Ουάσινγκτον (και τελικά αντιμετωπίστηκε με την παρέμβαση της πρεσβείας του Καναδά) φτάνει να παρουσιάζεται στην ταινία σαν υπόδειγμα της αμερικανικής εφευρετικότητας, που κερδίζει τους κακούς και αιμοδιψείς Ιρανούς.

Στις «συμβουλές» πρακτόρων της CIA (τριάντα τον αριθμό) είχε στηριχθεί και η τηλεοπτική σειρά «Homeland», όπως είχε αποκαλύψει ο συνδημιουργός της, Αλεξ Γκάνσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον πέμπτο κύκλο, η σειρά ασχολείται με τον υπ’ αριθμόν ένα εχθρό της CIA, τον πληροφοριοδότη δημοσίου συμφέροντος Έντουαρντ Σνόουντεν, ο οποίος αποκάλυψε το τεράστιο δίκτυο παρακολουθήσεων των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Συγκεκριμένα, η δημοσιογράφος που συνεργάζεται με τον πληροφοριοδότη (χαρακτήρας που έχει στηριχθεί στη δημοσιογράφο Λόρα Πόιτρας) είναι μια τίμια πλην αφελής κυνηγός της αλήθειας, η οποία με τις πράξεις της αφήνει το Βερολίνο εκτεθειμένο σε μια επίθεση με χημικά από ισλαμιστές τρομοκράτες.

Είναι γεγονός ότι οι παρεμβάσεις της CIA σε αμερικανικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές έχουν ξεπεράσει τη χοντροκομμένη προπαγάνδα προηγούμενων δεκαετιών. Τόσο στο «Homeland» όσο και στο «Jack Ryan» οι πράκτορες της CIA δεν παρουσιάζονται σαν αδέκαστοι υπερ-ήρωες αλλά πολλές φορές είναι οι «κακοί» της ταινίας. Πάντα όμως η υπηρεσία βρίσκει τον τρόπο να ξεπερνά τις εσωτερικές αντιθέσεις της και να σώζει τις ΗΠΑ, τον κόσμο και το… κορίτσι.

Συγκεκριμένα, στο «Jack Ryan», ο «δικτάτορας» της Βενεζουέλας, που πρέπει να ανατραπεί, είναι ακροδεξιός, ενώ η αντιπολίτευση, με την οποία συνεργάζεται η CIA, προέρχεται από την Αριστερά.


Και πριν προλάβετε να αναφωνήσετε ότι «αυτά δεν γίνονται ούτε στις ταινίες» να σας θυμίσουμε ότι ο επίδοξος πραξικοπηματίας της Βενεζουέλας, Χουάν Γουαϊδό, είναι μέλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς – όπως ήταν παλαιότερα ο δικτάτορας Μουμπάρακ της Αιγύπτου, o δικτάτορας Μπεν Άλι της Τυνησίας και τόσοι άλλοι «λαοφιλείς» πρόεδροι και πρωθυπουργοί της Ευρώπης.

Πηγή: info-war