Γιάννης Ρίτσος - Μακρονησιώτικα


Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στη Μακρόνησο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949, στο ΄Δ Τάγμα Πολιτικών Εξορίστων, πριν ακόμη μεταφερθούμε στο ΄Β Τάγμα, πριν ακόμη ζήσουμε όλη τη φρίκη της Μακρονήσου. Τα χειρόγραφα αυτά έμειναν θαμμένο στο χώμα μέσα σε  σφραγισμένα μπουκάλια. Ξεθάφτηκαν τον Ιούλιο του 1950.
Γιάννης Ρίτσος
Πάντα

Πιάνουμε μια κουβέντα - κόβεται στη μέση.
Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο - δε μας αφήνουν να τελειώσουμε.
Και το τραγούδι μας κομμένο.
Όλα τ’ αποτελειώνει ο ορίζοντας.

Πάνω απ’ τα αντίσκηνα περνάνε τα μπουλούκια των άστρων
κάποτε κουρασμένα μας σίγουρα
για το δρόμο τους
για το δρόμο μας.

Κι η μέρα - ακόμα κι η πιο άδικη - σου αφήνει στην τσέπη 
μιαν ασπρογάλαζη σημαιούλα απ’ τη γιορτή της θάλασσας 
σου αφήνει στη γλώσσα μια γουλιά απ’ το σταμνί της ξαστεριάς 
σου αφήνει στα μάτια το ευχαριστώ δυο ματιών 
που κοίταξαν μαζί σου την ίδια πέτρα 
που μοιράστηκαν δίκια τον ίδιο πόνο, το ίδιο καρβέλι, το ίδιο νερό.

Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι, 
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε 
απλά, κι όμορφα - πολύ όμορφα - 
σα ν’ ανοίγουμε μία πόρτα το πρωί
και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο. 


Έτοιμοι

Σκαλί - σκαλί τ’ αντίσκηνα στον ανήφορο 
ίσια πάνου κατά τον ουρανό 
καρφωμένα τ’ αντίσκηνα στην πέτρα 
πασαλωμένα στο πείσμα 
με το καμάκι του ήλιου κατάστηθα 
κι ο σπασμένος ορίζοντας 
σαν το λουρί του χωροφύλακα.

Έρχουνται, φεύγουν οι μέρες 
- η πέτρα δεν αλλάζει.
Κάποτε περνάει ένα καράβι 
ένα σύγνεφο 
αφήνουν πίσω τους λίγο ίσκιο 
ένα μικρό παράθυρο 
ανοιγμένο στα χρόνια του δέντρου.
Δεν αλλάζει τίποτα.
Μήτε η καρδιά, μήτε η πέτρα αλλάζει.

Πέτρινο το κρεβάτι που κοιμόμαστε 
πέτρινο το ψωμί όπου ακονίζουμε τα δόντια μας 
πέτρινο το χέρι όπου ακουμπάει το σαγόνι της η νύχτα.

Δεν τα παίρνει ο άνεμος.
Το δειλινό διπλώνει την κόκκινη σημαία του.
Θα κοιμηθούμε πάλι με μια πέτρα ανάμεσα στα δόντια, 
με τα ρουθούνια της θάλασσας στο ριζάφτι μας.

Ότι κι αν έρθει τώρα, σύντροφοι
θα μας βρει με τον μπόγο μας στον ώμο 
μ’ όλη την καρδιά μας μέσα στον μπόγο μας 
στριφογυρνώντας την απόφασή μας στον όρκο της Δημοκρατίας 
όπως στριφογυρνάμε το δάχτυλο στην κουμπότρυπα του σακακιού του φίλου μας  
όχι γιατί δεν έχουμε τι να πούμε 
μα γιατί πολύ τον αγαπάμε, 
κι έτσι γίνεται πάντα
σαν αγαπάμε δεν μπορούμε να μιλήσουμε 
παίζουμε ένα κλαδί αγριελιάς στα χέρια μας  
σκαλίζουμε στο χώμα ένα όνομα 
πάντοτε το ίδιο 
πάντοτε τ’ όνομα της Λευτεριάς - 
κι είμαστε έτοιμοι.


Οι ρίζες του κόσμου

Λίγα καψαλιασμένα σκοίνα στη μασκάλη του καλοκαιριού 
λίγες ασφάκες 
το θυμάρι

Διψάσαμε πολύ.
Πολύ πεινάσαμε.
Πολύ πονέσαμε.

Δεν το πιστεύαμε ποτές, 
να ‘ναι τόσο σκληροί οι ανθρώποι
Δεν το πιστεύαμε ποτές 
να ‘χει τόση αντοχή η καρδιά μας.

Αξούριστοι 
μ’ ένα κομμάτι θάνατο στην τσέπη μας 
- πού ‘ναι ένα στάχυ να πει καλημέρα;

Βραδιάζει 
με το παγούρι του δειλινού χωμένο στην αμμουδιά 
με το φεγγάρι αραγμένο σ’ έναν άλλο γιαλό 
να το κυλάει η γαλήνη με το μικρό της δάχτυλο -
 σε ποιο γιαλό; ποια γαλήνη;

Διψάσαμε πολύ 
δουλεύοντας ολημερίς την πέτρα.
Κάτου απ’ τη δίψα μας 
είναι οι ρίζες του κόσμου. 


Χρέος

Ακόμα δε μιλήσαμε.
Δεν είπαμε ακόμα το δικό μας τραγούδι.

Έμεινε πίσω απ’ τη φωνή μας η βουή μιας παρέλασης 
στριμωγμένη ανάμεσα σε χιλιάδες πόρτες 
όταν ο λαός προχωρούσε τινάζοντας τις τραγιάσκες του στον αέρα 
όταν οι μπουρζουάδες τρέμαν πίσω απ’ τα τζάμια των πολυκατοικιών 
τότες που η καρδιά μας ζυγιάζονταν ανάμεσα σε χιλιάδες καρδιές 
σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες.

Κι ύστερα πάλι η ομοβροντία τα χαράματα 
διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσσια τα σπουργίτια 
τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές 
περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης 
κόβοντας με τις ρόδες τους στα δυο τον ήλιο.

Μας κλείνουν σύντροφε το στόμα.
Δεν προφτάσαμε να πούμε το τραγούδι μας.

Έμεινε πάλι η πολλή σκόνη τ’ απογεύματα 
η σκόνη που αφήνουν πίσω τους τα μαύρα φουστάνια των μανάδων 
καθώς γυρνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώστα 
ή απ’ τα τμήματα των μεταγωγών 
οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια 
με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντήλι τους 
σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί που δεν μπορεί να το μάσησει μήτε ο θάνατος.

Μας κλείδωσαν το στόμα, σύντροφε.
Μας κλείδωσαν τον ήλιο.
Δεν είπαμε το δικό μας τραγούδι.

Μα ετούτη η καρδιά δε ρίχνει τ’ άρματα, 
κι ετούτος ο ίσκιος της βραδιάς που απλώνεται στις πέτρες της Μακρόνησος 
είναι ο ίδιος ίσκιος που απλωνόταν στους τοίχους του Παναθηναϊκού
όταν κατακαθίζαν οι ζητωκραυγές πάνου απ’ τις στέγες 
ο ίδιος ίσκιος που απλωνόταν στον ορίζοντα 
σαν ένα τεράστιο πανώ του Στάλιν 
σαν μία τεράστια επιγραφή “Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε”!

Μας κλείδωσαν το στόμα, σύντροφε

Τις νύχτες που ανεβαίνει στον ορίζοντα ένα παράνομο βουβό φεγγάρι 
ο ίσιος απόνα πελώριο δεκανίκι γράφεται στο βράχο της Μακρόνησος
Τούτο το δεκανίκι πρέπει να το φτιάξουμε
μια σκάλα ευτυχίας. Δεν το ξεχνάμε.

Αστέρια κι αίματα κι ελπίδες και σημαίες - 
ζυμώνουνται στην πέτρινη σκάφη της πίστης μας.

Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ.
Πρέπει να πούμε το τραγούδι μας. 


Γιάννη Ρίτσου, Μακρονησιώτικα, Εδόσεις Σύγχρονη Εποχή

Φάρος του Πνεύματος

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια