Ας δούμε όμως τη στάση του αστικού πολιτικού κόσμου.
Το τμήμα του αστικού κόσμου που επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές ήταν οι γνωστοί «κουίσλινγκ», που σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις υπό τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη. Με την ενίσχυση αυτών των κυβερνήσεων και των Γερμανών σχηματίστηκαν τα φασιστικά κόμματα «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας», «Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις» (ΕΣΠΟ), η «Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος» (ΟΕΔΕ) κ.ά.
Το αστικό κράτος συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί. Βεβαίως, μέσα στις συνθήκες μιας κατακτημένης χώρας, έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταστολής και καταπίεσης του λαού. Δημιουργήθηκαν τα «Τάγματα Ασφαλείας» και συναφείς κρατικές οργανώσεις, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν η Ειδική Ασφάλεια, στην οποία βασανίζονταν κομμουνιστές και άλλοι αγωνιστές, η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή (αν και η τελευταία στις περισσότερες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας ξηλώθηκε σε μια πορεία και αντικαταστάθηκε από τον ένοπλο λαό). Είχε διατηρηθεί και το υπουργείο Αμυνας, πάρα το γεγονός ότι δεν υπήρχε ο προηγούμενος τακτικός στρατός.
Η παραπάνω εξέλιξη είχε αντικειμενική βάση. Η κατοχή δεν κατάργησε - ούτε ήθελε φυσικά να καταργήσει - το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους.
Πρέπει, λοιπόν, να αναγνωριστεί στους πολιτικούς παράγοντες - συνεργάτες των Γερμανών ότι επέδειξαν ταξική συνέπεια. Γι' αυτό ακριβώς οι συνεργάτες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αλλά αξιοποιήθηκαν κατά των λαϊκών δυνάμεων και στελέχωσαν τους κρατικούς μηχανισμούς και μετά την απελευθέρωση.
Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα. Ο Θ. Σοφούλης, αρχηγός των «Φιλελευθέρων», ο Γ. Καφαντάρης, των «Προοδευτικών», ο Ι. Σοφιανόπουλος, του «Αγροτικού Κόμματος», ο Γ. Παπανδρέου, του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος», ο Παν. Κανελλόπουλος, του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος», ο Κ. Καραμανλής, του «Λαϊκού Κόμματος», απείχαν ουσιαστικά, ορισμένοι και τυπικά, ενώ ο Στυλ. Γονατάς, υπαρχηγός του «Κόμματος των Φιλελευθέρων», καθοδήγησε την ίδρυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» του Ι. Ράλλη. Ο Γ. Καφαντάρης, σε πρόταση που του έγινε από το ΚΚΕ να προσχωρήσει στην Αντίσταση, απάντησε: «Οι Ελληνες να μη νοιάζονται, το ζήτημα θα το λύσουν οι σύμμαχοι» (δηλαδή οι Εγγλέζοι) (Π. Ρούσος, ο. π., σελ. 137). Την ίδια στάση κράτησαν στις προτάσεις του ΚΚΕ και άλλοι. Στον Γ. Παπανδρέου, στον οποίο έγινε πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ, ανήκει το επίσης κατηγορηματικό «όχι» που έδωσε ως απάντηση. Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους κατακτητές: Παραθέτουμε το σχετικό γράμμα του Ν. Πλαστήρα: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)» («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 14 Σεπτέμβρη 1998). Να σημειωθεί ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21η Απρίλη 1941 κι ενώ οι Γερμανοί είχαν περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Μόλις η Ελλάδα κατακτήθηκε, ένα μεγάλο τμήμα του παραπάνω πολιτικού κόσμου μετακόμισε στην Αίγυπτο, απ' όπου γύρισε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση.
Ο αστικός κόσμος που μετακόμισε στο εξωτερικό περνούσε τον καιρό του στην Αίγυπτο μέσα σε ατελείωτες αντιλαϊκές δράσεις που σκάρωνε με τους Εγγλέζους. Κύριο μέλημά τους είχαν να συγκροτήσουν, να συντηρήσουν και να ενισχύσουν τα απομεινάρια του αστικού κράτους που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, προετοιμάζοντας και προσβλέποντας στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Την εκεί κατάσταση την περιέγραψε πολύ παραστατικά ο ποιητής Γ. Σεφέρης, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών των κυβερνήσεων του Καΐρου, που την παρομοίαζε μ' ένα «κουβάρι από σκουλήκια» (Γ. Σεφέρη: «ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ», τ. Α', σελ. 131, «Εκδόσεις Ικαρος»).
Ως προς το πώς έβλεπαν τις μεταπολεμικές εξελίξεις και το πώς προετοιμάζονταν ανάλογα έγραψε ο Πέτρος Ρούσος για τη συνάντησή του με τον γνωστό πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο στο Κάιρο, το καλοκαίρι του 1943: «Ο Κανελλόπουλος έβλεπε πως πλησιάζει και πάλι το "μέγα θέμα" της εξουσίας. Συγκράτησα δύο σκέψεις από τις συνομιλίες μας. Του περιέγραψα την αλγεινή εντύπωσή μας από τη φατριαστική και ηττοπαθή κατάσταση που επικρατεί στις κορυφές του Καΐρου σε αντίθεση με τις μαχητικές διαθέσεις που επικρατούν στους φαντάρους, ναύτες και σμηνίτες υπέρ του συμμαχικού πολέμου. Είχαμε επισκεφτεί την Αλεξάνδρεια και είχαμε μιλήσει με την παράνομη καθοδήγηση της ΑΣΟ (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση), με τον Σαλλά και με ναυτικούς, ιδιαίτερα του πολεμικού στόλου, επίσης με στελέχη της ΟΕΝΟ (Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων) και τον γραμματέα των ναυτεργατών Νίκο Καραγιάννη, που καθοδηγούσαν το γεμάτο αυτοθυσία αγώνα των Ελλήνων ναυτικών στον πόλεμο.
-- Κύριε Κανελλόπουλε, του λέω, είδαμε τα πολεμικά μας και τα πληρώματα έτοιμα για πόλεμο και θυσία και αυτά κρατούνται μακριά από τον αντιχιτλερικό πόλεμο, την ώρα που οι άλλοι θυσιάζονται στην πατρίδα και στους ωκεανούς. Ολοι, και οι Αγγλοι, ομολογούν πως χάρη στους αντιφασίστες είναι πρωτοφανής η πειθαρχία και η επίδοση των πληρωμάτων στα ελληνικά πολεμικά πλοία.
-- Μα αυτό είναι ακριβώς που με φοβίζει, μου λέει!» (Π. Ρούσου, «Η Μεγάλη Πενταετία», σελ. 418, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»). Ο φόβος του εκφράστηκε με την πρακτική αντίδραση των Εγγλέζων, των εκεί ελληνικών κομμάτων και των πραιτοριανών τους λίγους μήνες αργότερα (Απρίλης 1944), όταν τσάκισαν το αντιφασιστικό στρατιωτικό κίνημα της Μέσης Ανατολής ενόψει της απελευθέρωσης που πλησίαζε...
Η σύμπραξη των Εγγλέζων και των αστών πολιτικών έγινε πιο απροκάλυπτα φανερή εκείνα τα χρόνια. Το ίδιο και στη διάρκεια του Δεκέμβρη 1944 και στη Βάρκιζα, καθώς και μέχρι τις αρχές του 1947, όταν τους Βρετανούς αντικατέστησαν στην Ελλάδα οι Αμερικανοί. Φάνηκε και μετά. Αλλά αυτά θα τα δούμε στη συνέχεια.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η όποια στάση κράτησαν τα κόμματα της οικονομικής ολιγαρχίας (βασιλικά - φασιστικά, «φιλελεύθερα», κοινοβουλευτικά της «Δεξιάς», σοσιαλδημοκρατικά) δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σ' ένα και μόνο αποτέλεσμα: Στην απομαζικοποίησή τους (όσων βέβαια είχαν μαζική λαϊκή βάση), στη βαθιά κρίση τους και στη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού μας στις γραμμές του ΕΑΜ. Γιατί ο λαός διαπίστωσε με την πείρα του ότι, φθάνοντας οι Γερμανοί στην Ελλάδα, δεν είχε ν' ακουμπήσει παρά μόνο σε ένα κόμμα: Στο ΚΚΕ. Μόνο το ΚΚΕ βρισκόταν δίπλα στις λαϊκές μάζες. «...το Κόμμα και ο κάθε κομμουνιστής ξεχωριστά οφείλει να προσανατολίζεται έγκαιρα και σωστά στα σοβαρά γεγονότα που αλλάζουν, να οργανώνει τις δυνάμεις της λαϊκής εξέγερσης για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας», υπογράμμιζε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ τον Ιούλη του 1941 («Το ΚΚΕ απ' το 1931 ως το 1952», σελ. 105, Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ).
Στις 12 Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα. Είναι γνωστό ότι είχε προηγηθεί συμφωνία Εγγλέζων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των Γερμανών, να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις τους. Τις χρειαζόταν για την παγκόσμια μεταπολεμική εξέλιξη, θεωρώντας ότι είναι ακόμη χρήσιμες στο ανατολικό μέτωπο, δηλαδή στη δημιουργία περαιτέρω δυσκολιών στο σοβιετικό Κόκκινο Στρατό, στην αντεπίθεσή του για την απελευθέρωση της Ευρώπης και, κυρίως, για να προλάβουν, ώστε να μην εισέλθει πρώτος στο γερμανικό έδαφος.
Στις 30 Οκτώβρη στις 2 μ.μ. τα τμήματα της ΧΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ απελευθέρωσαν τη μακεδονική πρωτεύουσα.
Στις 3 Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν την αιματοποτισμένη ελληνική γη.
Ο ελληνικός λαός, λευτερώνοντας την πατρίδα του, έπειτα από σκληρούς και ηρωικούς αγώνες, που είχε διεξαγάγει με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, χαιρόταν την ατίμητη λευτεριά, που είχε κερδίσει με θυσίες και αίμα. Μα ταυτόχρονα ήταν εξαιρετικά ανήσυχος. Η θανάσιμη, για τη δική του προοπτική, απειλή διαγραφόταν κιόλας στον ορίζοντα.
Αρχές Οκτώβρη άρχισαν να αποβιβάζονται τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, με βάση το σχέδιο «Μάνα», (απόρροια της Συμφωνίας της Καζέρτας με τους Αγγλους), στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, όταν και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή Αθήνας - Πειραιά. Η απόβαση δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στρατηγικό ή τακτικό σκοπό στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Γερμανίας.
Στις 18 Οκτώβρη έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας στο Συνέδριο του Λιβάνου το Σεπτέμβρη του 1944 ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και το ΕΑΜ με το ΚΚΕ για την «εθνική ενότητα»), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του, μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Ο Γ. Παπανδρέου και οι Αγγλοι ζητούσαν επίμονα τη διάλυση του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής και επέμειναν στη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, δηλαδή των ενόπλων σωμάτων της άρχουσας τάξης.
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10ην Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, εν αγνοία των υπουργών του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ.
Στις 3 Δεκέμβρη, ο αθηναϊκός λαός βρισκόταν σε συναγερμό. Ατέλειωτοι χείμαρροι κόσμου κατέκλυσαν τους δρόμους, που οδηγούσαν στην πλατεία Συντάγματος, σε μεγάλη ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής ολιγαρχίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 Δεκέμβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάμαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης από τη μεριά της άρχουσας τάξης ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους δεκάδες χιλιάδες λαού συνόδευαν τους νεκρούς. Οταν η πένθιμη πομπή έφτασε στην πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές γονάτισαν. Ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών. Εψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Πάνω από το ανταριασμένο πλήθος υψωνόταν ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στην πορεία, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε. Κλιμακωτά στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη πήραν μέρος η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί δοσιλόγων και 60 χιλιάδες αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Τις εχθρικές αυτές δυνάμεις τις αντιμετώπισαν τις πρώτες κρίσιμες μέρες το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, 6.400 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα και 3.500 άνδρες της ΙΙης Μεραρχίας. Ηδη, ο αστικός πολιτικός κόσμος και οι Αγγλοι σύμμαχοί του άναβαν το φιτίλι του Εμφυλίου. Βεβαίως, η κατάληξη του Δεκέμβρη ήταν η συμφωνία για κατάπαυση του πυρός ως συμβιβασμός ανάμεσα στο λαϊκό κίνημα και τους αστούς που στη συνέχεια οδήγησε στην απαράδεκτη από άποψη αρχών της ταξικής πάλης Συμφωνία της Βάρκιζας για την παράδοση των όπλων στους αστούς από τον ΕΛΑΣ.
Η στρατηγική των Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων, να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, υπηρετήθηκε απαρέγκλιτα και βάσει σχεδίου. Προς το σκοπό αυτό, ο Τσόρτσιλ δεν είχε κανένα δισταγμό να έρθει σε συνεννόηση και με τη γερμανική κυβέρνηση, προκειμένου να διευκολυνθούν στο στόχο του. Συμφώνησαν ν' αφεθούν ανενόχλητα τα γερμανικά στρατεύματα κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα να παραχωρήσουν οι Γερμανοί στους Εγγλέζους τη Θεσσαλονίκη αμαχητί!
Το γεγονός αυτό περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Αλμπερτ Σπέερ, υπουργός της Πολεμικής Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ 1946 - 1949», σελ. 36, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Βάσει σχεδίου χαράχτηκε η πολιτική τους στο Λίβανο και στην Καζέρτα, καθώς και αργότερα, το Δεκέμβρη του 1944, αλλά και στη Βάρκιζα. Και ο Λίβανος και η Καζέρτα είναι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, που οδήγησε στο Δεκέμβρη και σε συνέχεια στη Βάρκιζα. Το ομολογεί αυτό ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 2 Μάρτη 1948. Παραθέτουμε ένα μεγάλο μέρος της επιστολής:
«Φίλε κ. Διευθυντά,
(...) Και ερχόμεθα εις τον ιδικόν μας Δεκέμβριον. Γράφετε: "Ο Υψιστος μάς έκαμε δώρον την Επανάστασιν και τα Δεκεμβριανά. Διότι τι θα συνέβαινε αν δεν εγίνοντο; Διά να μη γίνουν ήμεθα τότε εις κάθε υποχώρησιν έτοιμοι, θα εδίδαμεν εις τους Κομμουνιστάς και ένα και δύο υπουργεία, ακόμα και πέντε. Σιγά σιγά θα τους παραδίδαμεν - για να μη γίνει Επανάστασις - και την Διοίκησιν και τον Στόλον και τον Στρατόν. Θα τους τα εδίδαμεν όλα".
Η διαφωνία μου είναι απόλυτος. Οχι ότι δεν υπήρξε "δώρον του Υψίστου" ο Δεκέμβρης... Αλλά ότι "θα τους τα εδίναμε όλα...". Διότι συνέβαινεν ακριβώς το αντίθετον: "Τους τα επαίρναμε όλα...". Και διότι επεμείναμεν, απεφάσισαν την Στάσιν...
(...) Θα επικαλεστώ κείμενα:
"Την 26η Απριλίου 1944, όταν ανέλαβα την Κυβέρνησιν εις το Κάιρο, διεκήρυξα το σύνθημα: Μία Πατρίς, μία Κυβέρνησις, εις Στρατός.
Εις το Συνέδριον του Λιβάνου την 17ην Μαΐου 1944, ομιλών ενώπιον και των εκπροσωπών του ΚΚΕ. είπα: "Το κύριον επίμαχον θέμα είναι το στρατιωτικόν, το θέμα της υλικής δυνάμεως. Η ώρα είναι ιστορική και οφείλομεν να ομιλήσωμεν ευκρινώς και απεριφράστως. Εάν το ΕAM έχει την πρόθεσιν να χρησιμοποιήσει την υλικήν του δύναμιν ως όργανον εμφυλίου πολέμου και εξοντώσεως των αντιπάλων του, και αύριον, μετά το πέρας του πολέμου, υπό το ψευδώνυμον της Λαϊκής Δημοκρατίας, ως όργανον δυναμικής επικρατήσεως επί της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, τότε βεβαίως δεν υπάρχει στάδιον συνεννοήσεως. Το καθήκον μας τότε είναι να συνεγείρωμεν το έθνος και να επικαλεσθώμεν την επικουρίαν όλων των Μ. Συμμάχων μας εις τον διπλούν αγώνα και κατά του εξωτερικού εισβολέως και κατά του εσωτερικού εχθρού. Διότι ο Ελληνικός λαός δεν κάμνει επιλογήν τυράννων. Αρνείται την τυραννίαν...".
Εάν όμως το ΕAM έχει λάβει απόφασιν να εγκαταλείψη τους σκοπούς της δυναμικής επικρατήσεως και να αρκεσθή εις τα πολιτικά μέσα της πειθούς και αν, κατά συνέπειαν, δέχεται την κατάργησιν του ΕΛΑΣ καθώς και των άλλων ανταρτικών σωμάτων και την δημιουργίαν Εθνικού Στρατού, ο οποίος θα ανήκει μόνον εις την Πατρίδα και θα υπακούη εις τας διαταγάς της Κυβερνήσεως, τότε η συμμετοχή και του ΕΑΜ εις την Εθνικήν μας Ενωσιν θα ημπορή να θεωρήται γεγονός.
Την 6η Ιουλίου 1944 απήντησα από το ραδιόφωνον του Καΐρου προς την Επιτροπήν των Βουνών, η οποία είχε ζητήσει επιπροσθέτως τα υπουργεία των Στρατιωτικών και των Εσωτερικών. Και είπα: "Αποδοχή των νέων όρων σημαίνει κατ' ουσία: Στρατός ΕΑΜ. Ελεγχoν της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής, της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης από το ΕAM. Και έμπνευσιν της Παιδείας μας από το ΕΑΜ. Τώρα, πλέον, ημπορεί να γίνει πλήρης εξήγησις. Γνωρίζομεν τι μας ζητούν. Και απέναντι των αιτημάτων των λαμβάνωμεν επίσημον, υπεύθυνον θέσιν: Αρνούμεθα. Μας ζητούν να παραδώσουμε την Ελλάδα. Αρνούμεθα!".
Την 21ην Αυγούστου 1944 συνηντήθην εις την Ρώμην με τον Βρετανόν Πρωθυπουργόν. Και όταν μου έθεσε το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική μου, απήντησα: "Εξοπλισμός του Κράτους. Αφοπλισμός του ΕΑΜ".
(...) Και συνεπής προς την σταθεράν επαγγελίαν επηκολούθησε η εφαρμογή...
Η κυβέρνησις της Εθνικής Ενώσεως ανεσχηματίσθη εν Αθήναις την 23ην Οκτωβρίου. Και μετά δέκα ημέρας, την 3ην Νοεμβρίου 1944, προέβην εις τας ακολούθους ανακοινώσεις:
"Μετά την συντελεσθείσαν πλήρην Απελευθέρωσιν της Ελλάδος λήγει και η Αντίστασις. Είναι επομένως φυσικόν ότι επακολουθεί η αποστράτευσις των Ανταρτικών Ομάδων ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, η οποία ωρίσθη διά την 10ην Δεκεμβρίου...".
(...) Οσοι θέλουν να κρίνουν δικαίως εκείνην την εποχήν, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν του Απριλίου 1944, όταν ανέλαβαν την Κυβέρνησιν.
Εις την Ανατολήν, αι ένοπλοι δυνάμεις μας είχον αποσυντεθεί από την Στάσιν. Και εις την Ελλάδα το ΚΚΕ είχε καταστή παντοδύναμον και είχε συγκροτήσει και την Κυβέρνησιν των Βουνών - την ΠΕΕΑ. Και η αγωνία, από την οποία αδιαλείπτως κατειχόμην ήτο: Πώς θα κατελύετο; Δύο ήσαν τα στάδια διά να φθάσωμεν εις την Νίκην: Πρώτον, η έλευσις εις τας Αθήνας! Και δεύτερον, ο αφοπλισμός του ΚΚΕ.
Διά να έλθωμεν εις τας Αθήνας - ως αντίπαλοι του ΚΚΕ - δεν διεθέταμεν, δυστυχώς, ούτε εις το εσωτερικόν, ούτε εις το εξωτερικόν, ελληνικάς δυνάμεις, αριθμητικώς επαρκείς διά να αντιμετωπίσουν τας μυριάδας του ΕΛΑΣ, τακτικού και εφεδρικού, καθώς και την ευρυτάτην συνωμοτικήν οργάνωσιν του ΕAM. Αλλά δεν υπήρχον επίσης τότε ούτε βρετανικαί δυνάμεις διαθέσιμοι, διότι είχαν απορροφηθή από τα τρία ευρωπαϊκά μέτωπα, τα οποία, κατά τους κρίσιμους εκείνους μήνας - Σεπτέμβριον και Οκτώβριον 1944 - επιέζοντο σφοδρώς από τον Χίτλερ, αποβλέποντα εις τον εξαναγκασμόν χωριστής ειρήνης... Και είχε μάλιστα φθάσει εις τόσον βαθμόν η έλλειψις διαθεσίμων βρετανικών δυνάμεων, ώστε να αναγκασθώ μίαν ημέραν, εις τον πρεσβευτήν της Μεγ. Βρετανίας, ο οποίος μου ωμίλει περί αποστολής εις την Ελλάδα "εκατοντάδων" ή και "δεκάδων" ανδρών, να δώσω την απάντησιν, ότι "έχω την εντύπωσιν, ότι ομιλώ με αντιπρόσωπον του Λουξεμβούργου...".
(...) Ιδού, διατί, μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησίν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος. Και διά τούτο την επεδίωξα - και ευτυχώς κατωρθώθη... Καθώς επίσης, μόνον το σύμφωνον της Καζέρτας, όπου ο ΕΛΑΣ, διά του Αρχηγού του, υπέγραψε την υποταγήν του εις το Βρετανικόν Στρατηγείον και προσεκάλεσε τους Βρετανούς εις την Ελλάδα, καθίστα Συμμαχικώς εύκολον την παρουσίαν των...
Αλλά υπάρχει και το δεύτερον στάδιον, ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ. Διότι εφ' όσον το ΚΚΕ παρέμεινε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις, καθώς ελέγαμεν τότε, ήτο απλώς "η περικεφαλαία του ΕΑΜικού Κράτους...".
Αλλά πότε θα έπρεπε ν' αποφασισθή η αποστράτευσις; Θα έπρεπε ν' αποφασισθή αμέσως, ή να αναβληθή δι' αργότερον; Το ζήτημα του χρόνου ήτο κρισιμώτατον. Το ΚΚΕ εζήτει αναβολήν. Και αι γενικώτεραι συνθήκαι την ηυνόουν. Εφόσον εξηκολουθεί ο πόλεμος εναντίον του Ναζισμού, ηδύνατο να θεωρηθή παράλογος η άμεσος αποστράτευσις δυνάμεων της Εθνικής Αντιστάσεως. Και δι' αυτό ουδαμού της Ευρώπης συνέβη...
Αλλά μου ήτο σαφές, ότι ο χρόνος ειργάζετο υπέρ του ΚΚΕ.
Και εσωτερικώς, διότι θα εξησφάλιζεν εν τω μεταξύ την πλήρη διάβρωσιν - όπως φαίνεται να συνέβη εις την Τσεχοσλοβακίαν. Και εξωτερικώς, διότι τότε η Σοβιετική Ενωσις ευρίσκετο ακόμη εις την θανάσιμον εμπλοκήν με τον Ναζισμόν και επροφυλάσσετο να διαταράξη τας Συμμαχικάς σχέσεις της. Και διά τούτο ακριβώς παρέστησε, καθ' όλον τον Δεκέμβριον, τον ουδέτερον - και μάλιστα μέχρι του σημείου να μας αναγγείλη την 30ήν Δεκεμβρίου, την αποστολήν πρέσβεως, ενώ ακόμα αι μάχαι εμαίνοντο εις τας Αθήνας...
Και διά τούτο επέμεινα ανενδότως εις την άμεσον αποστράτευσιν. Και η 10η Δεκεμβρίου έμενεν αμετακίνητος...
Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή "δώρον του Υψίστου". Αλλά, διά να ύπαρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας. Και διά να μη γίνη η Στάσις - "το δώρον του Υψίστου" - έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.
Μετ' εξαίρετου τιμής
Γ. Παπανδρέου
1/3/48».
Ο αστικός κόσμος στην ολομέτωπη επίθεσή του περιέλαβε και τη μεθόδευση βουλευτικών εκλογών σε χρόνο και με τρόπο που θα έδινε αποτελέσματα συντριπτικά υπέρ των αστικών κομμάτων. Σε τέτοιου είδους εκλογές ο Σοφούλης εμφανίστηκε αρχικά αντίθετος, αλλά στη συνέχεια συγκατένευσε.
Οι εκλογές έγιναν 14 περίπου μήνες μετά τη Βάρκιζα, μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών, ενώ 15 μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289. Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες γυναίκες: 165. Λεηλασίες - καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667». (Στη δίνη του εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β. Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν συμμορίες: 166 Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν ξεκαθαριστεί, διατηρούνταν ακόμη οι προπολεμικοί και με βάση αυτούς έγιναν οι εκλογές. Χώρια οι διπλοψηφίες και οι τριπλοψηφίες. Και τελικά, παρ' όλα αυτά, «στις εκλογές ψήφισαν μόνο 1.106.510 ψηφοφόροι, δηλαδή το 50% από τους 2.211.791 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Κι όμως, η Επιτροπή του ΟΗΕ, ο οποίος είχε στείλει 1.200 παρατηρητές, ανακοίνωσε ότι το ποσοστό αποχής της Αριστεράς ήταν 9,3%! («ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ», τ. Α', σελ. 551).
Οσοι υποστηρίζουν, επομένως, ότι η συμμετοχή του ΕΑΜ στις εκλογές θα του έδινε τη δυνατότητα να εκλέξει 100 - 120 βουλευτές (σε σύνολο 354 τότε), είναι φανερό ότι βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. «Αν θα ήθελε κάποιος να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα για τις επιλογές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να σημειώσει την αντιφατικότητα της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης και ταυτόχρονα προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου, για να επιλέγει κάθε φορά την ορθή τακτική, και τελικά να μην μπορεί να προσδιορίζει σωστά τα καθήκοντα της κάθε ιστορικής στιγμής και να αντιλαμβάνεται τον επείγοντα χαρακτήρα των εν λόγω καθηκόντων του με πληρότητα» («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ», σελ. 181-182).
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε, λοιπόν, αρχίσει πολύ πριν από τις εκλογές του 1946, αν υποτεθεί ότι σταμάτησε ποτέ. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά., σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφάλειας» έστελναν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Φάρος του Πνεύματος
0 Σχόλια
Το κουτί ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων - απόψεων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω e-mail έτσι ώστε να αφαιρεθεί. Σχόλια που θα υποπέσουν στην αντίληψή μας, με αναφορές σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, emails, υβριστικά ή συκοφαντικά,θα αφαιρούνται. .To κουτί έχει το δικαίωμα διαγραφής οποιοδήποτε σχολίου χωρίς αιτιολογία