Ο αστικός πολιτικός κόσμος από την 4η Αυγούστου έως τον Εμφύλιο - Β Μέρος


Οι ενδοαστικές αντιθέσεις και οι εκατέρωθεν αιματοχυσίες ήταν καθημερινό φαινόμενο στην εικοσαετία που είχε προηγηθεί του 1936 και είχαν διχάσει το λαό σε δύο αντιμαχόμενες μερίδες (βενιζελικούς - αντιβενιζελικούς), που βρίσκονταν κυριολεκτικά στα μαχαίρια. Επρόκειτο για την ενσωμάτωση των λαϊκών δυνάμεων στις δύο βασικές δυνάμεις του αστικού πολιτικού κόσμου, που και τις δύο χαρακτήριζε, όπως ήταν φυσικό, ο αντικομμουνισμός και η επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα και στις λαϊκές ελευθερίες. Η κατάσταση, από την άποψη της χειραφέτησης τμήματος των λαϊκών δυνάμεων, άρχισε, σ' ένα μικρό βαθμό, ν' αλλάζει μετά την έλευση στην Ελλάδα των προσφύγων της Μικρασίας. Και αυτό, μόνο όταν οι υποσχέσεις των βενιζελικών κυβερνήσεων, που είχαν πάρει τους πρόσφυγες υπό την ...προστασία τους, ότι θα λύσουν τα προβλήματά τους, άρχισαν να εξανεμίζονται και ορισμένοι κατάλαβαν τον εμπαιγμό.

Η όξυνση των ενδοαστικών αντιπαραθέσεων είχε ως βάση την πορεία ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, που σε μια φάση της συνέπεσε με το γεγονός ότι η διαμόρφωση των ορίων του ελληνικού κράτους, που κατέληξε να αποκρυσταλλωθούν οριστικά με τη Συνθήκη της Λοζάνης, πραγματοποιούνταν, όταν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες οδηγούσαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και η Ελλάδα βρισκόταν ήδη ενσωματωμένη στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, συμμετέχοντας στη συνέχεια και στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Και που στη διάρκειά του η βενιζελική παράταξη πήρε το μέρος της Αντάντ (Γαλλία κ.ά.), ενώ τότε τα Ανάκτορα ήθελαν η Ελλάδα ν' ακολουθήσει την πλευρά της Γερμανίας, μέσω της «ουδετερότητας». Το παραπάνω θέμα κατανοείται καλύτερα, αν το δει κανείς σε συνδυασμό με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συντελούνταν εκείνα τα χρόνια, αλλά και με την αντίστοιχη προσπάθεια της τουρκικής αστικής τάξης να ανατρέψει το φεουδαρχικό οικοδόμημα και να έρθει αυτή στην εξουσία. Αρα και με το γεγονός ότι και την Τουρκία οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες προσπαθούσαν (η καθεμιά για λογαριασμό της) να την προσεταιριστούν, αξιοποιώντας και τα αστικά κινήματα που έφεραν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ίδιο, βεβαίως, συνέβαινε με τις αναδυόμενες αστικές τάξεις άλλων βαλκανικών χωρών, που επιδίωκαν κι αυτές τη διαμόρφωση του δικού τους εθνικού χώρου. Αυτό ακριβώς τις έφερνε, μεταξύ τους και την καθεμιά χωριστά, σε σύγκρουση με άλλες.

Βεβαίως, σημαντικό ρόλο έπαιζε ο λαϊκός παράγοντας. Ο εμπαιγμός που υφίστατο ο λαός είχε οδηγήσει σε μαχητικές διεκδικήσεις, ενώ είχε προωθηθεί και η συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης, αλλά και της φτωχής αγροτιάς. Ιδιαίτερα, όμως, είχε δημιουργηθεί το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (1918 - ΣΕΚΕ), που το 1924, στο 3ο έκτακτο Συνέδριο του, μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς). Κατά συνέπεια, η ανάγκη του ελληνικού καπιταλισμού να αναπτυχθεί, προχωρούσε μέσα σε συνθήκες όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και μιας ορισμένης ανάπτυξης της ταξικής πάλης, που συμπλέκονταν με τις διεθνείς αντιθέσεις του καπιταλισμού, καθώς και με την υποδεέστερη θέση που είχε η Ελλάδα στο καπιταλιστικό σύστημα, που βεβαίως περιλάμβανε και το χαρακτηριστικό της εξάρτησής της από μεγάλες καπιταλιστικές χώρες.

Στο θέμα της όξυνσης που πήραν οι αντιθέσεις, πρέπει να υπογραμμιστεί και ο ρόλος της μοναρχίας. Η μοναρχία εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα μερικά χρόνια μετά το τέλος της επανάστασης του 1821 και η εμφύτευσή της ήταν προϊόν της σύμπραξης των ελληνικών κυβερνήσεων, του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και ξένων κυβερνήσεων, με στόχο να αποτελέσει έναν ισχυρό μοχλό κατά των λαϊκών δυνάμεων, που διεκδικούσαν ελευθερίες και δικαιώματα, που ήθελαν δηλαδή η επανάσταση του 1821 ν' αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος ως προς τα αποτελέσματά της (μοίρασμα της γης στο λαό κ.ά.). Η μοναρχία έπαιξε από τότε και σε συνέχεια τον κατασταλτικό ρόλο της, συνέβαλε στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στα χρόνια της 4ης Αυγούστου, που η μοναρχία απετέλεσε τον έναν πυλώνα της, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς, ενώ ενισχύθηκε ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία, καθώς και η στενότερη σύνδεση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο, όπως έχουν αποδείξει οικονομικοί μελετητές αυτής της περιόδου.

Ταυτόχρονα, η μοναρχία προσπαθούσε να ενισχύει τα πολιτικοστρατιωτικά της στηρίγματα και να διαμορφώνει επιρροή και μηχανισμούς που θα αναβαθμίζουν το δικό της ρόλο. Αυτό την έφερνε σε σύγκρουση με τμήματα του κοινοβουλευτικού αστικού πολιτικού κόσμου. Οξυνε τις υπάρχουσες αντιθέσεις. (Μήπως δεν έγινε κάτι παρόμοιο και στη μεταπολεμική Ελλάδα, ιδιαίτερα στα χρόνια 1963-1967, κάτω βεβαίως από αλλαγμένες, αλλά σε πολλά παρόμοιες, καπιταλιστικές συνθήκες;).

Από την άλλη, στην όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων στην Ελλάδα συνέβαλε και η νέα διεθνής κατάσταση, το γεγονός, δηλαδή, ότι τα σύννεφα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν αρχίσει προ πολλού να συσσωρεύονται, ως αποτέλεσμα των αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού κόσμου. Ετσι, το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Βενιζέλος) προσανατολιζόταν προς την Ιταλία του Μουσολίνι, άλλες μερίδες της αστικής τάξης (π.χ. η εφημερίδα «Εστία») προς τη Γερμανία και άλλες (π.χ. Λαμπράκης) παρέμεναν σταθερά με το μέρος της Μ. Βρετανίας. (Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ο Ελευθ. Βενιζέλος αντιτάχτηκε στο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, όταν έγινε γνωστό το μυστικό πρωτόκολλο που το συνόδευε και το οποίο υποχρέωνε τις 4 χώρες που το υπέγραψαν [Ελλάδα - Γιουγκοσλαβία - Τουρκία - Ρουμανία] να αποκρούσουν από κοινού και με τα όπλα ενδεχόμενη επίθεση από την πλευρά της Ιταλίας και της Γερμανίας!). Ταυτόχρονα, είχε πραγματοποιηθεί και νικήσει η μεγάλη Οωτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και η Σοβιετική Ενωση ήταν μια πραγματικότητα παγκόσμιας σημασίας και ρόλου.

Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, καθώς και τα όσα ακολούθησαν αμέσως μετά, είναι από εκείνα που αποδεικνύουν ανάγλυφα πόσο οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις είναι ασήμαντες για τα λαϊκά συμφέροντα. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί (1909) οι κυβερνήσεις Βενιζέλου πήραν μέτρα εκσυγχρονισμού του καπιταλιστικού συστήματος, μέτρα εδραίωσης και ισχυροποίησής του. Το κοινοβουλευτικό σύστημα απαλλάχτηκε από τις απαρχαιωμένες δομές του, θεσπίστηκε η Εργατική Νομοθεσία και αναγνωρίστηκε νομικά ο συνδικαλισμός, ένα μέρος της γης μοιράστηκε σε ακτήμονες, ενώ προχώρησε η φορολογική και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Παράλληλα, ισχυροποιήθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις και επεκτάθηκαν τα ελληνικά σύνορα με νικηφόρους πολέμους. Για τις μεταρρυθμίσεις αυτές - και άλλες - γράφτηκε πολύ σωστά:

«Βέβαιον είναι ότι η φιλεργατική εκείνη πρόνοια απέτρεψε την απειλήν βίαιων εξεγέρσεων και επροστάτευσε την αστικήν τάξιν ασφαλέστερον από κάθε αστυνομικήν ή στρατιωτικήν εκ των υστέρων περιφρούρησιν».15

Βέβαιο είναι, επίσης, ότι από ένα χρονικό σημείο και έπειτα τα όρια αυτής της πολιτικής των Φιλελευθέρων είχαν εξαντληθεί (τέλη της δεκαετίας του '20). Μειώθηκαν κατά πολύ οι διαφορές τους ως προς τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος. Κι όμως, αυτές οι ασήμαντες για το λαό διαφορές (π.χ. δεξιών - κεντρώων κομμάτων, τότε βενιζελικών - αντιβενιζελικών) κυριάρχησαν για πολλές δεκαετίες, κρύβοντας τις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις. Το ότι αυτές οι αντιθέσεις ήταν για το λαό ασήμαντες, το αποδεικνύει και ο ενθουσιασμός του Ελευθέριου Βενιζέλου για την υπουργοποίηση του Ι. Μεταξά:

«Στις 7 Μαρτίου συνέχαιρε τον Σοφούλη για την εκλογή του ως προέδρου (με τις ψήφους του Παλλαϊκού Μετώπου) της Βουλής, "ήτις εν συνδυασμώ προς την αντικατάστασιν του υπουργού Στρατιωτικών (σ.σ.: του Παπάγου από τον Μεταξά), παρουσιάζει ευτυχή εξέλιξιν αποκαταστάσεως ομαλού πολιτικού βίου"»16!!! Και στις 9 Μάρτη 1936 ο Βενιζέλος έγραφε στον Λουκά Ρούφο:

«Δεν είναι ανάγκη να σου είπω πόσο ζωηρά είναι η χαρά μου, διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξει επί τέλους τας διηνεκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειάν των, τους Παπάγον και Πλατήν και αναθέσας το υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν. Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς ανέκτησε πλήρως ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον διά την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελληνικού Λαού και την οριστικήν επάνοδον της χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον. Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!»17!!!

Ο αντιλαϊκός φιλοδικτατορικός ρόλος των αστικών κομμάτων δε σταμάτησε στην παράδοση της εξουσίας στον Μεταξά και στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Συνεχίστηκε και μετά την 4η Αυγούστου. Η «αντίδρασή» τους περιοριζόταν να κάνουν διαβήματα στο βασιλιά και να του ζητούν να πάρει πρωτοβουλίες κατά της δικτατορίας! Και ένα μήνα αργότερα, τα αστικά πολιτικά κόμματα έκαναν συμφωνία στο πρόγραμμα που θα εφάρμοζαν, εφόσον εκαλούντο να διαδεχτούν τη δικτατορία! Τη συμφωνία υπέγραψαν όλοι οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων (στο μεταξύ χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες βρισκόντουσαν στις φυλακές, στις εξορίες, στην παρανομία)! Σε ποιες αρχές στηρίχτηκε το πρόγραμμα των αστικών κομμάτων; Διαβάζουμε:

«Βασιλεύς, Βουλή, Κυβέρνησις: Ο Βασιλεύς θα έχει το δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής και της αρνησικυρίας των νόμων. Ο Βασιλεύς θα είχεν αποφασιστικήν γνώμην διά την σύνθεσιν των ενόπλων δυνάμεων.

Αμυνα κατά της βίας: Ο κομμουνισμός και ο φασισμός θα ετίθεντο εκτός νόμου.

Κοινωνική ειρήνη: Προς παγίωσιν της κοινωνικής ειρήνης και προστασίαν της οικουμενικής ευημερίας, θα απηγορεύοντο η απεργία και το "λοκ-άουτ" και θα καθιερούτο η υποχρεωτική διαιτησία».18

Πολύ αργότερα άρχισαν να οργανώνουν ομάδες αντιδικτατορικής δράσης, «αλλά απέκλειαν την δυναμικήν ανατροπήν της δικτατορίας»19! (Μοναδική εξαίρεση υπήρξε το ένοπλο κίνημα της Κρήτης, το καλοκαίρι [τέλη Ιούνη] του 1938, που απέτυχε, αφού χτυπήθηκε με τη συγκατάθεση και του βασιλιά, στον οποίον οι επικεφαλής του κινήματος είχαν απευθυνθεί, για να συμβάλει στην ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά!). Πέρασε αρκετός χρόνος από την κήρυξη της δικτατορίας, μέχρι που η κυβέρνηση Μεταξά συνέλαβε και πολλούς από αυτούς...

Τελικά, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ενώ προσέφερε πολλά στην αστική τάξη, από την άλλη προκάλεσε εξ αντικειμένου σημαντική ζημιά στα αστικά πολιτικά κόμματα. Αποτέλεσε μια από τις αιτίες - όχι την πιο σημαντική, αλλά ωστόσο μία από τις αιτίες - παραπέρα όξυνσης της κρίσης στην οποία περιήλθαν και της δυσκολίας να ανασυγκροτηθούν, γεγονός που επιδεινώθηκε στη συνέχεια, όταν η Ελλάδα βρέθηκε υπό το καθεστώς της γερμανοϊταλικής κατοχής. Γιατί, όπως σωστά έχει επισημανθεί, με την οκταετία που ακολούθησε (μεταξική δικτατορία - γερμανική κατοχή) διακόπηκε η συνέχεια. «Η έλλειψις συνεχείας, εξ άλλου, ωδήγησεν εις εξάρθρωσιν των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, υποβοηθήσασα παραλλήλως την άνδρωσιν του Κομμουνιστικού Κόμματος».20

Αυτό το τελευταίο, βεβαίως, δεν είναι καθόλου σωστό. Η έλλειψη συνέχειας έπαιξε ασφαλώς το ρόλο της, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η κρίση των αστικών κομμάτων προκλήθηκε από το ρόλο τους στα χρόνια της Κατοχής, τότε που ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και οι κρατικοί μηχανισμοί σμπαραλιάστηκαν. Γιατί και το ΚΚΕ βγήκε από τη δικτατορία βαρύτατα χτυπημένο, υπέφερε και έζησε σε φοβερές συνθήκες και μάλιστα τέτοιες που δε γνώρισε κανένα αστικό κόμμα. Ομως το ΚΚΕ έπαιξε άλλο ρόλο, ηγήθηκε της λαϊκής πάλης. Αντίθετα, τα αστικά κόμματα έκαναν ό,τι μπορούσαν, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας και άλλες δυνάμεις τους με τους Γερμανούς, για να τσακίσουν το λαό...

Ενα ζήτημα, σχετικά με το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που ανάμεσα σε άλλα βρίσκεται στο πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης ως στοιχείο της ταξικής πάλης σήμερα, έχει σχέση με την προοπτική της λαϊκής κοινωνικοπολιτικής πάλης γενικά και τη διέξοδό της. Ζήτημα το οποίο βασίζεται στην αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, καπιταλισμού - σοσιαλισμού, γενικά στην προοπτική της κοινωνικής εξέλιξης, το αναπόφευκτο της κοινωνικής επανάστασης. Θεμέλιό τους είναι η εξουσία και ο χαρακτήρας της, ζήτημα το οποίο δεν εξαφανίζεται ποτέ ακόμη και στην περίοδο του πολέμου. Βεβαίως, τα «σύγχρονα αστικά ρεύματα» στη μελέτη της Ιστορίας επιδιώκουν να αφαιρέσουν το ταξικό στοιχείο από την αντιφασιστική πάλη, προκειμένου να πείσουν τις λαϊκές μάζες πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από τη διαιώνιση του καπιταλισμού. Αποσιωπώντας το γεγονός πως στην απελευθερωτική πάλη κατά του άξονα, σε διάφορες χώρες η αστική τάξη δεν πήρε μέρος, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της, ενώ ταυτόχρονα πάσχιζε εν μέσω πολέμου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις διατήρησης της εξουσίας της μετά το τέλος του. Αυτή η στρατηγική της επιδίωξη καθόρισε τη συγκεκριμένη στάση της στον πόλεμο. Ας το δούμε μέσα από το παράδειγμα της Ελλάδας.

Με την εισβολή των Ιταλών φασιστών στην Ελλάδα στις 28 Οκτώβρη 1940 και την ήττα τους στον απελευθερωτικό πόλεμο του λαού μας, τη σκυτάλη πήρε η ναζιστική Γερμανία που εισέβαλε στις 6 Απρίλη του 1941 και κατέλαβε τη χώρα. Ετσι ξεκινά η κατοχή της Ελλάδας από την ιμπεριαλιστική Γερμανία. Αποφασιστική, ως προς το χαρακτήρα της λαϊκής πάλης, ήταν η συμβολή του πρώτου ιστορικού γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που ήταν απομονωμένος στα κρατητήρια της Κρατικής Ασφάλειας, που καλούσε το λαό να αντιπαλέψει σύσσωμος με τ' όπλο στο χέρι τον ντόπιο φασισμό και τους εισβολείς, σ' έναν αγώνα που σαν αποτέλεσμα θα έπρεπε να έχει μια Ελλάδα του λαού της. Με βάση το πολιτικό στίγμα αυτού του γράμματος, τον Ιούλη του 1941, συνήλθε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που αποφάσισε την οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με τη συσπείρωση όλων των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που ήταν διατεθειμένες να αγωνιστούν γι' αυτό το σκοπό. Ετσι τις 16 Ιούλη του '41 η εργατική τάξη δημιούργησε το Εργατικό ΕΑΜ, που ήταν προπομπός του ΕΑΜ, ενώ στη συνέχεια ιδρύεται το ΕΑΜ (συνασπισμός κομμάτων), ο ΕΛΑΣ, το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, ως ενιαία οργάνωση της νεολαίας, το ΕΛΑΝ (λαϊκό πολεμικό ναυτικό) κλπ. Δημιουργήθηκαν δηλαδή οι προϋποθέσεις για το μεγάλο έπος της Αντίστασης και του λαϊκοαπελευθερωτικού αγώνα.

Ηταν μια περίοδος της νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας και του λαϊκού της κινήματος, το οποίο βρέθηκε πρωταγωνιστής των εξελίξεων όταν η άρχουσα τάξη συμβιβαζόταν με την πραγματικότητα της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας, ακόμη και με τη μορφή του φασισμού και του ναζισμού, «της τότε νέας τάξης πραγμάτων». Και συνδέεται με μια από τις πιο σημαντικές, ένδοξες και ηρωικές εποχές της λαϊκοδημοκρατικής και επαναστατικής δράσης.

Η ιστορική περίοδος στην οποία αναφερόμαστε είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα βασικό χαρακτηριστικό της την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του λαού μας κατά της ιμπεριαλιστικής χιτλεροφασιστικής κατοχής και υποδούλωσης. Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν αποτυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια της εξελισσόμενης στη συγκεκριμένη περίοδο πραγματικότητας. Γιατί η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας από τη μια πλευρά και στην εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα από την άλλη, διεξάγονταν, όχι βεβαίως ανοιχτά, αλλά διεξάγονταν και σ' αυτή την περίοδο. Αλλωστε ο λαός μας την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς κατακτητές δεν πρόλαβε να τη χαρεί και να διατηρήσει για πολύ, αφού ο αστικός κόσμος, στηριγμένος στα ένοπλα τμήματα του καθεστώτος, που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς κατακτητές και στους Αγγλους ιμπεριαλιστές, χτυπά με τα όπλα το λαϊκό κίνημα προκειμένου να επανεγκαθιδρύσει αστική εξουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, εκτός από τη διαπλοκή του ελληνικού κεφαλαίου με το αγγλικό, συνέπιπταν και τα συμφέροντά τους μεταπολεμικά, αφού ο αστικός κόσμος της Ελλάδας χωρίς τους Αγγλους δε θα μπορούσε να επιβάλει τη δική του εξουσία γιατί δεν είχε λαϊκό έρεισμα, οι δε Αγγλοι έβλεπαν στη γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας στη Μεσόγειο ως έδαφος χρήσιμο για τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Εδώ επίσης πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η δικτατορική κυβέρνηση του Ι. Μεταξά και παρά το ότι ο ίδιος ιδεολογικά συμφωνούσε με τον Χίτλερ, στον πόλεμο συντασσόταν με τους Αγγλους, αφού όπως έχει ομολογήσει δημόσια μετά την επίθεση της Ιταλίας, τα συμφέροντα του κεφαλαίου της Ελλάδας υπηρετούνται από τη σχέση τους με το αγγλικό κεφάλαιο. Γι' αυτό και αντιτάχτηκε στην απαίτηση της φασιστικής Ιταλίας για στρατιωτική κατάληψη της Ελλάδας απ' αυτήν.

Ο Γεώργιος Καφαντάρης, αστός «κεντρώος» πολιτικός, είχε πει για τη στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ» (Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344).

Αλλά το «ΟΧΙ» του Μεταξά αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα του κεφαλαίου. Ο Μεταξάς το γνώριζε αυτό πολύ καλά. Στις 3 Μάρτη του 1934, για παράδειγμα, μιλώντας στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, έλεγε κατά λέξη: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι» (Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ', σελ. 77).

Ετσι δεν είναι καθόλου παράξενο που η μεταξική δικτατορία δεν κλόνισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοαγγλικές σχέσεις: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα» (Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ. 25).

Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον ίδιο τον Ελληνα δικτάτορα, ο οποίος, στις αρχές Μάη του 1940, εξομολογούνταν, στον Αρθουρ Μάρτον - ανταποκριτή της «Ντέιλι Τέλεγκραφ» στην Αίγυπτο - τον οποίο συνάντησε στην Αθήνα, τα παρακάτω: «Είμεθα ουδέτεροι εφ' όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» («Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76).

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ως ιμπεριαλιστικός, ανάμεσα σε δυο συνασπισμούς καπιταλιστικών κρατών (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ από τη μια πλευρά και Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία από την άλλη), για το εδαφικό ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής, αλλά και με έναν κοινό σκοπό. Την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.

H στρατιωτικοπολιτική δράση των Αγγλων ιμπεριαλιστών στην Ελλάδα για την εγκαθίδρυση αστικού κράτους, με το χτύπημα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ίσως και να μην ήταν χρειαζούμενη στους Ελληνες αστούς, αν στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγούνταν η αστική τάξη, οπότε και θα θεωρούνταν νικήτρια, άρα θα συνέχιζε να ήταν ο ηγέτης των μεταπελευθερωτικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.

Η πραγματικότητα όμως εξελίχτηκε εντελώς διαφορετικά. Σ' αυτό τον πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Και στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του. Αποδείχτηκε με τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας και τον εμφύλιο πόλεμο στον οποίο «έσπρωξαν» ο αστικός πολιτικός κόσμος της Ελλάδας με τους συμμάχους του Αγγλους, αφού δε φαινόταν διαφορετική λύση για το στέριωμα της εξουσίας του κεφαλαίου, με δεδομένο ότι το λαϊκό κίνημα, παρά την ήττα του στις μάχες του Δεκέμβρη και την υποχώρησή του, το λάθος του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ και γενικότερα τον απαράδεκτο συμβιβασμό του με τη «Συμφωνία της Βάρκιζας», δεν είχε οριστικά ηττηθεί.

Ουσιαστικά σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ» στο ζήτημα της εξουσίας. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τα συνασπισμένα στο ΕΑΜ κόμματά τους, όπως και τον ίδιο το συνασπισμό του ΕΑΜ. Αλλωστε πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί π.χ. η ένοπλη δράση του ΕΔΕΣ κατά του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ σ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα;

Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, ακόμη πριν τον πόλεμο και στη διάρκεια της προετοιμασίας του, προετοιμαζόταν και η ίδια να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, φροντίζοντας η πάλη της ενάντια στο εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα, να γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματική, με αποκορύφωμα τότε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά. Το καθεστώς της οποίας αρνήθηκε να απελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές, προκειμένου, όπως ζητούσαν, να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. Ακόμη και σ' αυτή την ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη ήταν το πρωτεύον. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Οσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους βεβαίως πέρασαν τη φρικιαστική εμπειρία των στρατοπέδων του Νταχάου, του Αουσβιτς, του Μαουτχάουζεν και αλλού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.

Οι επιλογές της άρχουσας τάξης της Ελλάδας μετά την εισβολή των Γερμανών δεν ήταν ενιαίες, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα τμημάτων της διαφέρουν. Και αυτό αντανακλάται και στις έξωθεν της χώρας συμμαχίες. Ενα χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα ήταν το εξής: Το τμήμα της που είχε οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Αγγλογάλλους φρόντισε να φύγει από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέσεις με τους Γερμανούς να μείνει στην Ελλάδα και να εγκαθιδρύσει το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα και έναν κρατικό μηχανισμό που θα αποτελέσει, όπως αποδείχτηκε μετά την απελευθέρωση, έναν από τους πιο καλούς μηχανισμούς για την εξασφάλιση της εξουσίας του κεφαλαίου στο σύνολό του. Ενα μικρό τμήμα της έμεινε στην αδράνεια, ενώ μεμονωμένα πολιτικά πρόσωπα έδρασαν στην απελευθερωτική πάλη. Ενα μικρό επίσης τμήμα της ίδρυσε στρατιωτικοπολιτικές οργανώσεις με κυριότερη τον ΕΔΕΣ, που ουσιαστικά έκαναν αντιΕΑΜικό, αντικομμουνιστικό αγώνα.

Επίσης ακόμη πριν την απελευθέρωση και έχοντας επίγνωση των συνθηκών που δημιουργούνται παγκόσμια, ιδιαίτερα μετά τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ, που ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό καθεστώς. Γιατί την απασχολούσε; Μα γιατί στην Ελλάδα άρχισε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουργία φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα. Που μπορεί βεβαίως να μην αγκάλιαζε τα τότε αστικά κέντρα, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη τη δική της δράση με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και την Κυβέρνηση του Βουνού όπως την βάφτισε ο λαός, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό τον ΕΛΑΣ και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.

Παραπομπές:

14. Τηλεγράφημα ελληνικής πρεσβείας Ρώμης, της 14/27 Δεκέμβρη 1914. Αρχεία υπουργείου Εξωτερικών, από Γεωργίου Βεντήρη, «Η Ελλάς του 1910 - 1920», σελ. 267 - 268, εκδ. «Ικαρος».

15. Γεωργίου Βεντήρη, «Η Ελλάς του 1910 - 1920», σελ. 81, εκδ. «Ικαρος».

16. Σπύρου Λιναρδάχου, «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 194, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».

17. Σπ. Λιναρδάτου, «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 194 - 195, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις».

18. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β', σελ. 441, εκδ. «Ικαρος».

19. Ο.π., σελ. 443.

20. Γρηγορίου Δαφνή, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμ. Β', σελ. 476, εκδ. «Ικαρος».

Πηγή: Ριζοσπάστης

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια