Ολυμπιείον - Η ιστορία των στύλων του Ολυμπίου Διός στο κέντρο της Αθήνας


Το Ολυμπιείον βρίσκεται στη νότια πλευρά των Αθηνών, ανάμεσα στην Ακρόπολη και τον ποταμό Ιλισσό. Πρόκειται για το ιερό του Ολυμπίου Διός στο οποίο κτίστηκε ένας από τους μεγαλύτερους ναούς του αρχαίου κόσμου που ήταν αφιερωμένος στο Δία. Σύμφωνα με το Βιτρούβιο ήταν ένα από τα πιο φημισμένα δείγματα της αρχιτεκτονικής σε μάρμαρο. Η ίδρυση του ιερού ανάγεται στο μυθικό Δευκαλίωνα γενάρχη των Ελλήνων προς τιμή του Δία ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία του μετά τον κατακλυσμό σύμφωνα με τον Παυσανία. Γύρω στο 500 π.Χ. ανεγείρεται ένα τριμερές επίμηκες οικοδόμημα με αυλή στα νότια. Ταυτίζεται με το Δικαστήριο επί Δελφινίω, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση είχε ιδρύσει ο Αιγέας. Στον ίδιο χώρο εντάσσεται και ο ναός του Δελφινίου Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση το ιερό του Δελφινίου Απόλλωνα σχετίζεται με το Θησέα.

Η λατρεία στο χώρο αυτό ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους και συνδέεται με χθόνιες θεότητες και ήρωες της αρχαίας Αθήνας. Το 515 π.Χ. άρχισε να κτίζεται από τον Πεισίστρατο το Νεότερο ένας μνημειώδης ναός στη θέση παλαιότερου ναού των αρχών του 6ου, έφθασε ως το κρηπίδωμα,  όμως δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας της πτώσης της τυραννίας. Ο υστεροαρχαϊκός ναός ήταν πώρινος, δωρικού ρυθμού, κολοσσιαίων διαστάσεων. Μέρος των οικοδομικών του υλικών χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την κατασκευή του ανατολικού βραχίονα του Θεμιστόκλειου τείχους. Την οικοδόμηση του ναού, που έμεινε ημιτελής για 400 περίπου χρόνια, συνέχισε το 174 π.Χ. ο Αντίοχος ο Δ΄ ο Επιφανής (Βασιλέας της Συρίας) με τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο, στις ίδιες διαστάσεις και αναλογίες με τον αρχαϊκό αλλά από μάρμαρο και σε Κορινθιακό ρυθμό. Ο ναός όμως τελικά αποπερατώθηκε το 124/125 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό, που ταύτισε τον εαυτό του με το Δία και πήρε τον τίτλο του Ολυμπίου. 

Ο Αδριάνειος ναός, από τους μεγαλύτερους του αρχαίου κόσμου, Κορινθιακού ρυθμού, είχε μήκος 110,35μ., πλ. 43,68μ., δύο σειρές από 20 κίονες στις μακρές πλευρές και τρεις σειρές από 8 κίονες στις στενές. Δέσποζε στο μέσο ενός μεγάλου ορθογωνίου περιβόλου με πρόπυλο στα βόρεια. Ο σηκός στέγαζε δύο υπερμεγέθη χρυσελεφάντινα αγάλματα του Δία και του αυτοκράτορα Αδριανού που λατρεύονταν εδώ ως σύμβωμοι, ενώ πλήθος αγαλμάτων και αναθημάτων στόλιζαν τον περίβολο.

Γύρω στα 450 π.Χ. οικοδομείται ο μεγάλος πώρινος δωρικός περίπτερος ναός (αμφιδίστυλος εν παραστάσι), πιθανόν του Δελφινίου Απόλλωνα, που εγκαταλείπεται τον 3ο μ.Χ. αι. Στην εποχή του Αδριανού, κατά τον 2ο αι. μ.Χ. ανεγείρεται ρωμαϊκός ναός, δωρικού ρυθμού, μέσα σε τέμενος με κτιστό περίβολο και υπαίθριο βωμό, πιθανόν του Κρόνου και της Ρέας, ρωμαϊκό περιστύλιο ή πανελλήνιο, για τη διεξαγωγή του συνεδρίου του ιερατείου των Πανελλήνων και στο βράχο της Ολυμπίας Γης, υστερορωμαϊκό κτήριο, πιθανόν κατοικία εξέχοντος μέλους του ιερατείου.

Η ερείπωση άρχισε τον 5ο αι. μ.Χ. και συνεχίσθηκε στους επόμενους αιώνες από φυσικά αίτια ή ανθρώπινες επεμβάσεις. Στην ΝΑ περιοχή του περιβόλου υπήρχε τζαμί υπαίθριου τύπου κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και επάνω στο επιστύλιο των κιόνων της ΝΑ γωνίας του ναού μεσαιωνικό κτίσμα. Από τους 104 κίονες του ναού (Είχαν ύψος 17 μέτρα και διάμετρο 2,6 μέτρα ενώ καθεμιά ζύγιζε 364 τόνους!) σώζονταν μέχρι το 1852 δεκαέξι. Ο ένας γκρεμίσθηκε από μία φοβερή καταιγίδα εκείνης της χρονιάς.
Τον 3ο αι. μ.Χ., την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Βαλέριου, οικοδομείται το Βαλεριάνειο τείχος, πιθανόν πάνω στη διαδρομή του κλασικού Θεμιστόκλειου τείχους. Τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ. αναπτύσσεται εκτός του τείχους εκτεταμένο υστερορωμαϊκό νεκροταφείο.

Τέλος, στο 10ο - 12ο αι. μ.Χ. ακμάζει μια εκτενής βυζαντινή συνοικία με οικίες και εργαστήρια, όπως βυρσοδεψεία και ελαιοτριβείο, επάνω στα ερείπια του κλασικού ναού, με μία τουλάχιστον κεντρική οδική αρτηρία, την αποκαλούμενη Αρχαία Οδό.

Ανασκαφές στο χώρο του ναού του Δία πραγματοποιήθηκαν από τον E. Penrose από το 1883 έως το 1886 και το 1922 από τον G. Weltet. Η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία διενέργησε ανασκαφές γύρω από το ναό από το 1886 έως το 1907 ενώ ο Ιωάννης Τραυλός (αρχιτέκτων) στη δεκαετία του 1960. Ο αρχαιολόγος Ιωάννης Θρεψιάδης υπήρξε επίσης ανασκαφέας του αρχαιολογικού χώρου.

Η Αψίδα

Σε κοντινή απόσταση από τους Στήλους του Διός, βρίσκεται η Πύλη του Αδριανού, μια ρωμαϊκή αψίδα πάνω από τον αρχαίο δρόμο που ξεκινούσε από το κέντρο της πόλης προς τα κτίρια της ανατολικής πλευράς της πόλης, συμπεριλαμβανομένου και του ναού του Δία.

Όπως λέγεται, η αψίδα αυτή χτίστηκε για να γιορτάσει η πόλη την άφιξη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ανδριανού και να τον τιμήσει για τα μεγάλα ευεργετήματα που πρόσφερε σε αυτή και κυρίως γι αυτό της κατασκευής του ναού του Ολύμπιου Διός το 131 ή το 132 π.Χ.

Υπήρχαν δύο επιγραφές, μία σε κάθε πλευρά της αψίδας ονομάζοντας το Θησέα και τον Αδριανό ως τους ιδρυτές της πόλης. Έτσι στη μια πλευρά η επιγραφή έλεγε: "Αυτή είναι η Αθήνα, η πόλη του Θησέα" και στην άλλη πλευρά η επιγραφή έλεγε: "Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού, όχι του Θησέα".


Η αψίδα κατασκευάστηκε από το περίφημο πεντελικό μάρμαρο, υλικό με το οποίο φτιάχτηκε ο Παρθενώνας και τα περισσότερα σημαντικά μνημεία της Αθήνας, παρόλο που η ποιότητά του μπορεί να διαφέρει σημαντικά. Η κατασκευή της έγινε χωρίς τη χρήση τσιμέντου ή κονιάματος παρά μόνο από καθαρό μάρμαρο, και χρησιμοποιήθηκαν σφιχτήρες για να συνδέσουν μεταξύ τους τις πέτρες. Είναι 18 μέτρα ψηλή, με μήκος 13.5 μ. και ύψος 2.3 μ. και σχεδιασμένη με απόλυτη συμμετρία προς κάθε κατεύθυνση. Πιστεύεται ότι υπήρχαν τοποθετημένα τα αγάλματα του Θησέα και του Αδριανού σε κάθε πλευρά του χαμηλότερου επιπέδου της αψίδας με βάση τις αντίστοιχες επιγραφές.



Οι ασκητές που ζούσαν αποκομμένοι από την συμβατική ζωή πάνω στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

1865. Ο φωτογράφος Δημήτριος Κωνσταντίνου απαθανατίζει τον μισογκρεμισμένο Ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Στο επιστύλιο δύο στύλων στη νοτιοδυτική γωνία του ναού, εξείχε κάτι που δεν ταίριαζε με την υπόλοιπη κατασκευή. Ήταν ένα μικρό πέτρινο καταφύγιο.

Οι στυλίτες, στέκονταν για χρόνια πάνω σε έναν στύλο. Τρέφονταν με τα απολύτως απαραίτητα και υπέμειναν τις ακραίες καιρικές συνθήκες, τον ήλιο, τη ζέστη του καλοκαιριού και το τσουχτερό κρύο του χειμώνα. Κατέβαιναν μόνο αν υπήρχε σοβαρός λόγος, αλλά συνήθως παρέμεναν στη θέση τους ό,τι και να γινόταν. Οι ντόπιοι τους προσέφεραν φαγητό και νερό που ανέβαζαν πάνω στο καταφύγιό τους με σχοινιά και κουβάδες. Κάποιοι από αυτούς ανακηρύχθηκαν άγιοι. 

Εκτιμάται ότι μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Aυτοκρατορία, έγιναν προσπάθειες να ενισχυθεί η εθνική ταυτότητα. Έτσι, όποιες προσθήκες έγιναν στα ελληνικά μνημεία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας έπρεπε να καταστραφούν. Μεταξύ αυτών και το καταφύγιο των χριστιανών ασκητών στον Ναό του Ολυμπίου Διός. Τα ερείπια της κατασκευής ήταν ορατά έως την εποχή του Όθωνα, όπως μαρτυρούν οι διάφοροι πίνακες της εποχής.

Ο θρύλος με τα κακά πνεύματα 

Τοπικοί θρύλοι ήθελαν τρία στοιχειά να κάνουν βόλτες πάνω στις κολώνες του ναού. 

«Αν ξυπνήσεις καμιά μαύρη και άγρια νύχτα και αν δεν φοβηθείς, να πας κατά τις Κολώνες. Θα δεις -μακριά από λόγου μας- να πηδάνε τρία στοιχειά από κολώνα σε κολώνα. Ξεκαρδίζονται κιόλας στα γέλια! Και το γέλιο τους σαν τι μοιάζει σου φαίνεται; Σαν αστροπελέκι! Αν ξυπνήσεις καμιά μαύρη και άγρια νύχτα και αν δεν φοβηθείς, να πας κατά τις Κολώνες, θα τους δεις!» .

Οι στήλες ή οι στύλοι του Ολυμπίου Διός;

Μια φοβερή καταιγίδα το 1852 έριξε μία κολόνα, η οποία κείται στην ίδια θέση μέχρι σήμερα. Εκείνη την εποχή, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, επηρεασμένος από το γεγονός, έγραψε το ποίημα: «Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Oλυμπίου Διός». 

Και έτσι ξεκίνησε ο καυγάς… αρκετά αργότερα, βέβαια. Το δίλημμα πήρε διαστάσεις όταν κυκλοφόρησε το πρώτο ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, το 1998. Μέχρι τότε, η έκφραση «στήλες του Ολυμπίου Διός» ήταν αποδεκτή και ευρέως χρησιμοποιούμενη και υπάρχει σε πολλά λογοτεχνικά έργα. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν πρέπει να λέμε «οι στήλες του Ολυμπίου Διός» ή «οι στύλοι του Ολυμπίου Διός». Ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία των Αθηνών συζητιέται μέχρι σήμερα όχι για τη γλώσσα του, αλλά για τη γραμματική του. 

Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο: ποια από τις δύο λέξεις —στήλες ή στύλοι— ενδείκνυται να χρησιμοποιούμε, όταν αναφερόμαστε σήμερα στους δεκαπέντε μόλις (από τους αρχικά 104) ιστάμενους κίονες του άλλοτε μεγαλοπρεπούς αδριάνειου ναού και, κατ’ επέκταση, στο Ολυμπιείο, το χαρακτηριστικό αυτό τοπόσημο της σύγχρονης Αθήνας;

Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημάνουμε ότι και οι δύο λέξεις δηλώνουν κατασκευές από διαφόρων ειδών υλικά (λίθο, μάρμαρο, ξύλο, τσιμέντο κ.ά.), με τύπο, σχήμα και χρήση που ποικίλλει κατά περίσταση.

Ειδικότερα, όμως, η μεν στήλη (πληθ. στήλες) σημαίνει κατ’ αρχήν μια μεγάλη, ορθίως τοποθετημένη πλάκα μνημειακού ή διακοσμητικού χαρακτήρα, ο δε στύλος (πληθ. στύλοι) μια ψηλή και επιμήκη, συνήθως κυλινδρική κατασκευή ή σώμα, που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα.

Κατά την αρχαιότητα η στήλη, η πλάκα που στηνόταν όρθια σε τάφους ή σε δημόσιους χώρους, μπορούσε να είναι λεία ή να έχει υποστεί επεξεργασία και να φέρει επιγραφή, ψήφισμα, ανάγλυφη παράσταση κ.λπ. (επιτύμβια ή επιτάφια στήλη, αναθηματική στήλη, τιμητική στήλη, ψηφισματική στήλη).

Όσον αφορά τις υπόλοιπες χρήσεις της λέξης στήλη στη νέα ελληνική γλώσσα, αξίζει να σταθούμε στις στήλες μιας εφημερίδας, ενός περιοδικού ή ενός εντύπου (κοσμική στήλη, αθλητική στήλη κ.λπ.), στη σπονδυλική στήλη (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς), στην ηλεκτρική στήλη (ευρέως γνωστή ως μπαταρία), αλλά και στη φράση «μένω στήλη άλατος» (δηλαδή, μένω ακίνητος από έκπληξη, εκπλήσσομαι στον ύψιστο βαθμό).

Αναφορικά με το στύλο, πρέπει να προσθέσουμε στα προαναφερθέντα ότι η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο της κολόνας και του κίονα, των γνωστών σε όλους μας αρχιτεκτονικών μελών ναών, στοών, οικοδομημάτων κ.λπ., όταν γίνεται λόγος για τις κυλινδρικές κατασκευές της ΔΕΗ, του ΟΤΕ κ.λπ., αλλά ακόμη και με μεταφορική έννοια (π.χ., ο πατέρας μας υπήρξε ο στύλος της οικογένειάς μας).

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα ανωτέρω, όταν αναφερόμαστε στον αρχαιολογικό χώρο του Ολυμπιείου, ανατολικά – νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, πρέπει να μεταχειριζόμαστε τη λέξη στύλος και όχι τη λέξη στήλη, δηλαδή να κάνουμε λόγο για τους στύλους και όχι για τις στήλες του Ολυμπίου Διός.

Φάρος του Πνεύματος