Μπέρτολτ Μπρεχτ - Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα



Το Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα, γράφτηκε προτού ο Μπρεχτ γίνει μαρξιστής, μολαταύτα είναι εμφανής η έννοια της πάλης των τάξεων στη σκέψη του συγγραφέα. Ο αρχικός τίτλος του έργου που ήταν Σπάρτακος, αναφέρεται στο ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο: την Επανάσταση του 1918. Βρισκόμαστε στη Γερμανία λίγες μέρες μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: η αυτοκρατορία κατέρρευσε, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης μόλις διακηρύχτηκε, η συνθήκη των Βερσαλλιών δεν έχει ακόμα υπογραφεί. Είναι μια εποχή καταστροφικής αυτοπεποίθησης και κατάθλιψης, αλλά και μια εποχή των ονείρων και της επανάστασης. Στην πρωταγωνιστική φιγούρα του πυροβολητή Αντρέα Κράγκλερ, ο οποίος επέστρεψε στο Βερολίνο από τον πόλεμο και εγκαταλείφθηκε από την μνηστή του, ο Μπρεχτ σκιαγραφεί τον “κάλπικο προλετάριο”, τον “μοιραίο επαναστάτη”, που σαμποτάρει την επανάσταση, τον οποίο ο Λένιν πολέμησε πιο βίαια από τους “απροκάλυπτους μπουρζουάδες”. Ο Κράγκλερ, προλετάριος και επαναστάτης λόγω προδομένης αγάπης, γυρίζει την πλάτη του στην επανάσταση, καθώς η ερωμένη του επιστρέφει σ’ αυτόν, και γίνεται ξανά ιδιωτεύων αστός. 


Το έργο, το οποίο ενέχει εξπρεσιονιστικά στοιχεία - για την ακρίβεια, ρεαλιστικά- εξπρεσιονιστικά -, δραματοποιεί πολλά από τα παράπονα και τις διεκδικήσεις των “Σπαρτακιστών” κατά την εξέγερση τους. Είναι μία δραματική μπαλάντα για έναν στρατιώτη που γύρισε από τον πόλεμο και μαθαίνει ότι οι μνηστή του είναι έγκυος από άλλον. Στο Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα, ο συγγραφέας επιτρέπει σε αρκετές ανθρώπινες υπάρξεις να συναντηθούν λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν οι πρώην στρατιώτες της πρώτης γραμμής, όπως ο Αντρέας Κράγκλερ, οι οποίοι επιστρέφοντας από το μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, θεώρησαν ότι αγωνίστηκαν για το τίποτα και ότι προτού φύγουν είχαν -στην ουσία- απαχθεί. Σοβαρά πληγωμένοι στο σώμα και την ψυχή, φορώντας την παλιά ξεσκισμένη στολή της Αυτοκρατορίας, περιφέρονται άποροι και άστεγοι μέσα στην ανάλγητη μεγαλούπολη. Εκεί συναντούν ανθρώπους όπως ο αδίστακτος μαυραγορίτης κύριος Μπάλικε και και ο πολεμοκάπηλος Μουρκ, οι οποίοι δεν πολέμησαν και αντιθέτως επωφελήθηκαν από τις συγκυρίες και έκαναν περιουσίες από τις πολεμικές συρράξεις. Μάλιστα, ο τελευταίος επιχειρώντας να κλέψει τη μνηστή του στρατιώτη, συμβολίζει το συναίσθημα εξαπάτησης που βιώνει η εργατική τάξη. 


Ο Μπρεχτ χαρακτήρισε τα Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα ως κωμωδία, είναι ωστόσο μάλλον μία σάτιρα της επανάστασης, μία σάτιρα όμως απλή και κάπως ρηχή. Οι επαναστάτες που βλέπουμε είναι αστοί και έχουν υποτιμηθεί από την τάξη τους: πομπώδεις διανοούμενοι και αργόσχολοι θαμώνες κακόφημων μπαρ. 


Το Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα, ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1920 με τον αρχικό τίτλο Σπάρτακος και είναι το πρώτο έργο του Μπρεχτ που παρουσιάστηκε από σκηνής. Οι πρόβες ξεκίνησαν στις 29 Αυγούστου 1922 και η πρεμιέρα έγινε ένα μήνα μετά στις 29 Σεπτεμβρίου 1922 στο Μόναχο με μεγάλη επιτυχία και θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς. Στις 20 Δεκεμβρίου 1922 το έργο έκανε πρεμιέρα στο Βερολίνο και ο σημαίνων κριτικός του Βερολίνου Herbert Ihering, δήλωσε ότι με αυτό το έργο “ο εικοσιτετράχρονος ποιητής Μπέρτολτ Μπρεχτ άλλαξε εν μία νυκτί την ποιητική όψη της Γερμανίας” με μία “γλώσσα που μπορείς να τη νιώσεις τη γλώσσα σου, στα ούλα σου, στο αυτί σου, στη σπονδυλική σου στήλη”.


Με αυτό το έργο ο Μπρεχτ κέρδισε το 1922, το υψηλότερο βραβείο της Γερμανίας για τη δραματική γραφή, το πολυπόθητο Βραβείο Κλάιστ ως τον πιο ελπιδοφόρο και πολλά υποσχόμενο νέο δραματουργό. 


Υπόθεση του έργου


Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την Άννα Μπάλικε, της οποίας ο μνηστήρας Αντρέας Κράγκλερ έφυγε για να πολεμήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πόλεμος τελείωσε, αλλά η Άννα και η οικογένειά της δεν έχουν μάθει νέα του εδώ και 4 χρόνια. Οι γονείς της Άννας προσπαθούν να την πείσουν ότι είναι νεκρός και ότι πρέπει να τον ξεχάσει και να παντρευτεί έναν πλούσιο κατασκευαστή υλικών πολέμου, τον Μουρκ. Επηρεασμένη από τους αυτάρεσκους μικροαστούς γονείς της, η Άννα συμφωνεί να συνδεθεί με τον Μουρκ, μένει έγκυος από αυτόν, και τελικά αποφασίζει να τον παντρευτεί. Κατά τη διάρκεια του εορτασμού των αρραβώνων τους εμφανίζεται ξαφνικά ο Αντρέας, δύσοσμος, ατημέλητος και αδυνατισμένος - σχεδόν αγνώριστος-, έχοντας περάσει τα χρόνια που εθεωρείτο αγνοούμενος ως αιχμάλωτος πολέμου σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή της Βόρειας Αφρικής.


Ο Κράγκλερ έρχεται σε σύγκρουση με τους γονείς και τον καινούργιο μνηστήρα της Άννας και η Άννα τον διώχνει. Πιστεύοντας ότι ο φτωχός προλετάριος Αντρέας δεν μπορεί να παράσχει στην Άννα το είδος της ζωής που ο αστός Μουρκ μπορεί, δηλαδή την ασφάλεια, την ευζωία και την προστασία, οι γονείς της Άννας την ενθαρρύνουν να τηρήσει τη συμφωνία της. Ωστόσο, η Άννα προτιμάει να παρατήσει τον Μουρκ και τους γονείς της και φεύγει προς αναζήτηση του Αντρέα, ενώ στην πόλη ξεσπούν κοινωνικές αναταραχές. Ο Κράγκλερ, τώρα μεθυσμένος και εξαντλημένος, μη έχοντας μόνιμη κατοικία και κάποια προοπτική, βρίσκεται στα οδοφράγματα και ενώνεται με τους αντάρτες, λαμβάνοντας ενεργά μέρος στην Εξέγερση των Σπαρτακιστών. Η Άννα τον εντοπίζει καθώς αυτός κατευθύνεται μαζί με τους νέους του συντρόφους προς τη συνοικία των εφημερίδω,ν όπου μαίνονται οι μάχες των επαναστατών και των κυβερνητικών. Στην τελική σκηνή, η Άννα του ομολογεί την αγάπη της και παραδέχεται πως είναι έγκυος και επανασυνδέονται. Ο Κράγκλερ, χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφασίζει να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και την Επανάσταση, για τους ώριμους καρπούς της αστικής τάξης, και να πάει στο κρεβάτι με την αγαπημένη του, αφού πρώτα έχει γκρεμίσει από τον ουρανό το κόκκινο φεγγάρι, που στεκόταν επιβλητικό και συνάμα υποβλητικό στο βάθος της σκηνής, δείχνοντας ότι όλα είναι απλώς “θέατρο”. Υπό τον ήχο “μιας λευκής, άγριας φωνής” από τα κτίρια των Εφημερίδων, ο Κράγκλερ και η Άννα αποχωρούν μαζί, προειδοποιώντας το κοινό να μην κατανικηθεί από αυτό το ρομαντικό τέλος.


Τα πρόσωπα του έργου


Αντρέας Κράγκλερ

Άννα Μπάλικε
Καρλ Μπάλικε, πατέρας της Άννα
Αμαλία Μπάλικε, μητέρα της Άννα
Φρήντριχ Μουρκ, μνηστήρας της Άννα
Μπαμπούς,  δημοσιογράφος
Δύο Άντρες
Γκλούπ,  ιδιοκτήτης του καπηλειού
Μάνκε του Πικαντίλλυ Μπαρ
Μάνκε ο “σταφίδας”,  αδελφός του
Ο Μεθυσμένος
Μπουλτρόττερ, πλανόδιος εφημεριδοπώλης
Ένας Εργάτης
Λάαρ
Αυγούστα, πόρνη
Μαρί, πόρνη
Μια Καμαριέρα
Μια Γυναίκα που πουλάει εφημερίδες

Η κωμωδία λαμβάνει χώρα μια νύχτα του Νοέμβρη από το λυκόφως μέχρι το λυκαυγές. 

Αποσπάσματα:

Πράξη πρώτη

Μπάλικε:


Σήμερα κλείνουν 4 χρόνια από τότε που είναι αγνοούμενος. Δε θα επιστρέψει ποτέ ξανά. Οι καιροί είναι διαβολικά αβέβαιοι. Σήμερα ο κάθε άνθρωπος αξίζει το βάρος του σε χρυσάφι. Δύο χρόνια πρωτύτερα θα είχα δώσει ήδη την ευχή μου. Ο αναθεματισμένος συναισθηματισμός σας μου είχε πιπιλίσει τα αυτιά. Τώρα πατάω μέχρι και επί πτωμάτων.


Κυρία Μπάλικε:


Ήταν τόσο καλός άνθρωπος. Ήταν ένας άντρας τόσο παιδί.


Μπάλικε:


Τώρα είναι σαπισμένος, έχει λιώσει τελείως.


Κυρία Μπάλικε:


Αν επιστρέψει!


Μπάλικε:


Από τους ουρανούς δε γύρισε ποτέ κανείς.


[...]


Μπάλικε:


Αυτός ο Μουρκ είναι εξαίρετο παλικάρι, για το οποίο θα έπρεπε να ευχαριστούμε γονατιστοί το Θεό.


Κυρία Μπάλικε:


Βγάζει χρήματα αυτός, ναι. Μα σύγκρινέ τον με τον άλλον! Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου.


Μπάλικε:


Να τον συγκρίνω με το κουφάρι; Σ’ το λέω: ή τώρα ή ποτέ! Τι περιμένει, τον Πάπα; Ή μήπως τον θέλει αράπη; Μπούχτισα με τα ρομάντζα.


Κυρία Μπάλικε:


Κι όταν έρθει, το κουφάρι, που τώρα σαπίζει, οπως λες, απ’ τον Ουρανό ή απ’ την κόλαση -και πει: “Είμαι ο Κράγκλερ” -, ποιος θα του ανακοινώσει τότε ότι αυτός είναι ένα κουφάρι και ότι η δικιά του κοιμάται μ’ άλλον στο κρεβάτι;


Μπάλικε:




Θα του το ανακοινώσω εγώ! Και τώρα πες σ’ αυτό το υποκείμενο, την κόρη σου, ότι εγώ μπούχτισα πια! Το γαμήλιο εμβατήριο θα παιανίσει και γαμπρός είναι ο Μουρκ.

[...]

Μπάλικε:

Οι καιροί είναι αβέβαιοι. Ο πόλεμος τελείωσε.[...] 
Η αποστράτευση επέφερε χάος, απληστία, αποκτήνωση στην ειρηνική όαση της ελεύθερης εργασίας.

[...]

Οι ύποπτες υπάρξεις αυξάνονται συνεχώς, άτομα αμφιβόλου ηθικής. Η κυβέρνηση μάχεται πολύ χλιαρά τα όρνεα που απεργάζονται την ανατροπή. (Ξεδιπλώνει ένα φύλλο εφημερίδας). Οι μαστιζόμενες μάζες είναι πλέον χωρίς ιδανικά. Το χειρότερο όμως, μπορώ να το ομολογήσω εδώ, οι στρατιώτες απ’ το μέτωπο, αποκτηνωμένοι, κοπρίτες, απογαλακτισμένοι τυχοδιώκτες από την εργασία, που δεν τους είναι πια ιερή. Πράγματι, μια σκληρή εποχή, ένας άντρας αξίζει πια χρυσάφι, Άννα. Γραπώσου πάνω του γερά. Κοίτα να σκαρφαλώσεις ψηλά, αλλά πάντοτε μαζί ζευγάρι, πάντοτε όλο και πιο ψηλά. 

Μουρκ:

Μπράβο! Να τι είναι άντρας, να τι καταφέρνει. Αγκωνιές πρέπει να δίνει, μπότες πεταλομένες πρέπει να φοράει, και το κεφάλι να κοιτάει πάντα μπροστά, ποτέ κάτω. Γιατί όχι, Άννα! Προέρχομαι κι εγώ από χαμηλά. Μικρός για τα θελήματα, τσιράκι στο μηχανουργείο, ένα κόλπο εδώ, μια κομπίνα εκεί, οτι μάθαινα εδώ, το χρησιμοποιούσα εκεί. Ολάκερη η Γερμανία μας έτσι πρόκοψε! Δε φορούσα ανέκαθεν γάντια στα χέρια, αλλά ανέκαθεν δούλευα σκληρά, μάρτυς μου ο Θεός! Τώρα είμαστε από πάνω! (Το γραμμόφωνο παίζει: Ich bete an die Macht der Liebe)

[...]

Μπάλικε:


Κι αυτό με τη δουλειά, Φριτζ, με τα κιβώτια πυρομαχικών, τώρα πια είναι ασύμφορο πράμα. Το πολύ μερικές βδομάδες ακόμα εμφυλίου πολέμου, ύστερα τέλος! Προτείνω, χωρίς πλάκα το καλύτερο: καροτσάκια για μωρά. Το εργοστάσιο προσφέρεται από κάθε άποψη. (Παίρνει τον Μουρκ από το μπράτσο και τον πάει πίσω. Τραβάει τις κουρτίνες) Νέο Κτίριο Δύο, Νέο Κτίριο Τρία. Όλα γερές κατασκευές και μοντέρνα. Άννα, κούρδισε το γραμμόφωνο! Αυτό με συγκινεί πάντα (Το γραμμόφωνο παίζει: Deutschland, Deutschland uber alles).

[...]

Μουρκ:

Είναι ένας άντρας στην αυλή του εργοστασίου, εκεί! Τι συμβαίνει;

Άννα:

Είναι τόσο ανατριχιαστικό. Θαρρείς ότι κοιτάζει προς τα εδώ! 

Μπάλικε:

Πιθανόν ο φύλακας! Τι χάσκεις, Φριτζ; Σου ‘κατσε κάτι στο λαιμό; Τα θηλυκά μάλιστα, να ωχριούν έτσι!

Μουρκ:

Μόλις μου ήρθε μια παράξενη ιδέα, ξέρεις: ο Σπάρτακος…

Μπάλικε:

Κουραφέξαλα, εμείς εδώ δεν έχουμε καθόλου τέτοια. (Απομακρύνεται δυσάρεστα επηρεασμένος) Λοιπόν, αυτά για το εργοστάσιο! Ο πόλεμος μου έφερε αυτό που λένε προκοπή! Το χρήμα μάλιστα έρρεε στο δρόμο, γιατί να μην το μαζέψω, θα ‘μουν θεότρελος. Άσε που θα το μάζευε κανένας άλλος. Ο θάνατος της γουρούνας είναι η γέννηση του λουκάνικου! Αν το παρατηρήσεις δεόντως, ο πόλεμος ήταν τύχη για μας! Έχουμε εξασφαλιστεί, νοικοκυρεμένα, πλήρως, άνετα. Μπορούμε να παράγουμε παιδικά καροτσάκια, με όλη μας την ησυχία. Χωρίς βιασύνες! Κατανοητός;

[...]

Μπαμπούς (δημοσιογράφος):

Παιδιά, περιχαρακωθείτε καλά για τη σαββατιάτικη Σύναξη των Μαγισσών που ετοιμάζουν οι Κόκκινοι. Ο Σπάρτακος κινητοποιηθηκε. Οι διαπραγματεύσεις ματαιώθηκαν. Σε εικοσιτέσσερις ώρες το Πυροβολικό θα ανοίξει πυρ επάνω στο Βερολίνο!

Μπάλικε:

Μάλιστα, διάολε, οι μάγκες δεν ικανοποιήθηκαν λοιπόν;

[...]

Μπαμπούς:

Στις κεντρικές συνοικίες της πόλης τα πάντα είναι ήσυχα ακόμα. Αλλά λένε: θέλουν να καταλάβουν τις εφημερίδες.

Μπάλικε:

Τι! Εμείς κάνουμε αρραβώνα! Ειδικά μια τέτοια μέρα! Πανηλίθιοι!

Μουρκ:

Να του στήσουν όλους στον τοίχο!

Μπάλικε: 

Όποιος δηλώνει δυσαρεστημένος, στον τοίχο!

Μπαμπούς:


Οι Σπαρτακιστές έχουν συσσωρεύσει ένα βουνό όπλα. Σκυλολόι που ζει και δρα υπογείως στα σκοτάδια!

[...]




Τέταρτη πράξη:

Κράγκλερ:


Ξεχαστεί; Είπες αδικία, αδελφέ κόκκινε κύριε; Τι λέξη είναι κι αυτή πάλι, αδικία! Επινοούν βροντερά τέτοιες λεξούλες και τις ξαμολάνε στον αέρα, κι ύστερα θα μπορούν να αποταμιεύουν, και μετά θα ξεχαστούν όλα. Ο μεγάλος αδελφός κοπανάει μπουνιά στο στόμα του μικρού, ο πλούσιος κοιλαράς βουτάει το αφρόγαλα, και τότε ξεχνιούνται όλα μια χαρά.



Κράγκλερ:

Είναι κανονικό θέατρο. Όλα στημένα! Υπάρχει σκηνή και ένα χάρτινο φεγγάρι και από πίσω ένα χασάπικο, που είναι το μόνο ολοζώντανο. Παράτησαν το ταμπούρλο τους. Ο μισός Σπαρτακιστής ή Η δύναμη της αγάπης. Το λουτρό αίματος στη συνοικία των εφημερίδων ή Κάθε άνθρωπος είναι ο καλύτερος άνθρωπος για τον εαυτό του. Ή ταν ή επί τας! Η γκάιντα τσαμπουνάει, οι φτωχοί πεθαίνουν στη συνοικία των εφημερίδων, τα σπίτια τους καταπλακώνουν, το πρωινό χαράζει, εκείνοι κείτονται στην άσφαλτο σαν πνιγμένα γατιά, Εγώ είμαι γουρούνι, και το γουρούνι γυρίζει σπίτι. Θα φορέσω καθαρό πουκάμισο, το τομάρι μου το έχω ακόμα, θα βγάλω το σακάκι μου, θα γυαλίσω τις μπότες μου. Οι κραυγές θα καταλαγιάσουν, αύριο το πρωί, εγώ όμως θα είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι αύριο το πρωί και θα πολλαπλασιάζω τον εαυτό μου, για να μην πεθάνω.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα, Εκδόσεις Ηριδανός

Φάρος του Πνεύματος