αν η αποχή μπορούσε ν’ αλλάξει τα πράγματα κλπ

Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα όπου οι εκλογικοί κατάλογοι των ευρωεκλογών του Μάη 2019 περιλαμβάνουν 10.074.898 εγγεγραμμένους, η συμμετοχή 5.920.404 ψηφισάντων  εμφανίζει ένα ποσοστό αποχής σχεδόν 42%, για την ακρίβεια 41,24%.

10.074.898 εγγεγραμμένοι είναι όμως υπερβολικός αριθμός για μια χώρα που στην απογραφή του 2011 εμφάνισε συνολικό «μόνιμο πληθυσμό» 10.816.286 ατόμων και «νόμιμο πληθυσμό» 9.904.286. Με αυτά τα πληθυσμιακά δεδομένα, και επίσης με το δεδομένο ότι στον παραπάνω «μόνιμο πληθυσμό» οι ηλικίες 0-19 ετών ανέρχονταν το 2011 σε 2.122.544 ανθρώπους, θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι όσοι πραγματικά έχουν δικαίωμα ψήφου (από 17 ετών και άνω) ανέρχονται σε περίπου 8.200.000 άτομα, και ότι συνεπώς το πραγματικό ποσοστό της αποχής είναι περίπου 28%. Δεν πρόκειται για προσπάθεια «υποτίμησης», αλλά για προσπάθεια αναγνώρισης των πραγματικών διαστάσεων της αποχής. Άλλωστε, με τα παραπάνω δεδομένα, ένα ποσοστό αποχής 28% σημαίνει αμέσως-αμέσως ότι σχεδόν 2.300.000 άτομα απείχαν από τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου.

Παραπέρα, για την αναγνώριση του πραγματικού ποσοτικού μεγέθους της αποχής, αλλά και για την αναγνώριση του πολιτικού «περιεχομένου» αυτού του μεγέθους, των τάσεων και διακυμάνσεών του, πιο χρήσιμος και πιο ασφαλής από την αναφορά σε ποσοστά είναι ο δείκτης των απόλυτων αριθμών που προκύπτουν από τη διαφορά του αριθμού των ψηφισάντων ανάμεσα στο εκάστοτε προηγούμενο και επόμενο εκλογικό αποτέλεσμα.

Βάσει των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών από το 1993 έως και το 2015 προκύπτει ο ακόλουθος «δείκτης»:

Το 1993 ψήφισαν 7.019.925 (με εμφανιζόμενο ποσοστό συμμετοχής 79,21%).

Το 1996 η συμμετοχή μειώθηκε κατά 239.876 (6.780.049 ψηφίσαντες).

Το 2000 οι ψηφίσαντες αυξάνονται κατά 87.962 και το 2004 αυξάνονται κατά 705.357 φτάνοντας τους 7.753.368, τον υψηλότερο αριθμό της περιόδου 1993-2015.

Το 2007 οι ψηφίσαντες μειώνονται κατά 218.491, το 2009 μειώνονται ξανά κατά 310.205 άτομα, το Μάιο του 2012 ψηφίζουν ακόμα 567.929 λιγότεροι και τον Ιούνιο 2012 ο αριθμός των ψηφισάντων μειώνεται κατά ακόμα 260.315 άτομα.

Τον Ιανουάριο 2015 ο αριθμός των ψηφισάντων αυξάνεται κατά 113.890.

Τέλος, τον Σεπτέμβριο 2015 ψηφίζουν συνολικά 5.567.483, δηλαδή  762.835 λιγότεροι σε σύγκριση με τον Ιανουάριο.

***

Αν θεωρούσαμε σταθερό κάθε πληθυσμιακό δεδομένο θα συμπεραίναμε ότι από το 1993 έως τον Σεπτέμβριο του 2015 η αποχή αυξήθηκε κατά (7.019.925 – 5.567.483 =) 1.452.442 ανθρώπους και αν η σύγκριση γίνει με το 2004 τότε προκύπτουν (7.753.368 – 5.567.483 =) 2.186.355 άτομα που απείχαν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ένας αριθμός που προσεγγίζει τους περίπου 2.300.000 που υπολογίσαμε με βάση τα πληθυσμιακά δεδομένα.

Αν το πολιτικό περιεχόμενο της εκλογικής αποχής συνίστατο στην αφαίρεση της νομιμοποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος, αυτός ο αριθμός θα ήταν πολιτικά «τρομακτικός».

Αν όμως επιχειρήσουμε να εντάξουμε αυτόν τον ίδιο αριθμό μέσα στην πολιτική κίνηση και εξέλιξη αυτών των 22 χρόνων (1993-2015), τότε παίρνουμε σαν αποτέλεσμα έναν αριθμό «τρομακτικό» απλά και μόνο για το μέγεθος της πολιτικά παθητικής και αδρανούς μάζας που αντιπροσωπεύει.

***

Το να συναρτήσουμε μηχανικά την ποσοτική διακύμανση της εκλογικής αποχής με το κεντρικό ή το κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα που έφερνε ή υποτίθεται ότι έφερνε στο προσκήνιο η εκάστοτε εκλογική μάχη, είναι ίσως αδύνατο και αποπροσανατολιστικό. Μπορούμε όμως να καταστρώσουμε το περίγραμμα μιας «ιστορίας της εκλογικής αποχής» αυτών των 22 χρόνων ενταγμένης στη γενικότερη πολιτική ιστορία της ίδιας περιόδου:

Π.χ., Το 1993 «ξαναφεύγει η δεξιά» και ξαναεπιστρέφει το ΠΑΣΟΚ. Στο μεταξύ έχει ψηφιστεί («από όλους»; όχι από όλους!) η Συνθήκη του Μάαστριχτ και ο μονόδρομος – σοκάκι της ΕΟΚ έχει γίνει μονόδρομος – λεωφόρος της ΕΕ.

Τρία χρόνια μετά, το 1996, η χρονική απόσταση δεν είναι ακόμα αρκετή για πολιτικές μεταστροφές. Άλλωστε είναι η στιγμή που τον Παπανδρέου διαδέχεται ο Σημίτης στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ και την Πρωθυπουργία. Κάθε μέλος της οικογένειας αποκτά το κινητό του τηλέφωνο. Η κινητή αυξάνει την ταχύτητα και τον θόρυβο της επικοινωνίας και, μαζί, την ταχύτητα και τον θόρυβο της «ανάπτυξης». Τα τραπεζικά επιτόκια πέφτουν. Αντί να αποταμιεύεις καλύτερα να δανείζεσαι. Ας δούμε τι θα γίνει, ας δούμε τι θα κάνει και ο Σημίτης, ο μεταρρυθμιστής. «Πίστωση χρόνου». Το σκηνικό μάλλον δεν οδηγεί σε εκλογική εγρήγορση. 239.876 λιγότεροι αυτοί που θα πάνε να ψηφίσουν.

Το 2000 στασιμότητα της εκλογικής συμμετοχής με μικρή αύξησή της κατά 87.962. Το 95% τάσσεται στατιστικά κατά του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία κλπ, το «ΠΑΣΟΚ στην εξουσία» ήδη 7 συνεχόμενα χρόνια (τα τέσσερα με Σημίτη), η θέση των εργαζομένων πολιτικά υπονομεύεται, αλλά οι δείκτες του χρηματιστηριακού τζόγου βρίσκονται στο ζενίθ (χάρη και στα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων). Τι να σου κάνει το 95% κατά του πολέμου ενώ και οι ΝΑΤΟϊκοί «χερσαίοι» διέρχονται από το ελληνικό έδαφος; Τι να σου κάνει και 7 χρόνια «πράσινη» κυριαρχία όταν και οι «γαλάζιοι» φοβούνται μην κάνουν κανένα λάθος και χαλάσουν τους «δείκτες της Σοφοκλέους»; Τίποτα να μην αλλάξει! Ούτε και η εκλογική συμμετοχή! ΠΑΣΟΚ και πάλι λοιπόν, αλλά πριν αλέκτωρ λαλήσει επέρχεται το χρηματιστηριακό κραχ. Δεν μας τόλεγες πριν τις εκλογές να σε μαυρίσουμε; Καθοδόν προς το ευρώ.

Τέσσερα χρόνια υπομονή. Αντίο δραχμούλα κλπ κλπ. Αλλά με το που έρχεται η στιγμή της κάλπης (2004) οι εξαπατημένοι επενδυτές παίρνουν εκδίκηση. Αύξηση ψηφισάντων κατά 705.357 και «απαλλαγή» από την αφόρητη κυβέρνηση Σημίτη. (Στο μεταξύ, ολυμπιακά έργα και ανάπτυξη, εθελοντισμός και θυσίες των εργαζομένων για την εθνική υπόθεση, μόνο που τα λεφτά τελειώνουν: θα πέσει κανένα δάνειο να ολοκληρωθεί η λεωφόρος Μαραθώνος ως την ολυμπιάδα, ή θα μείνουμε με τα μπάζα; Ο Καραμανλής το παίρνει το δάνειο τελικά. Ανακούφιση).

Αφόρητος ο Σημίτης το 2004, αλλά γρήγορα αφόρητος κι ο Καραμανλής. Τουλάχιστον μας δίνουν καταναλωτικά δάνεια αντί για μισθό, χρέη αντί για δικαιώματα. Νάναι καλά οι τράπεζες, γιατί αν περιμένεις απ’ τους πολιτικούς… Καλύτερα πρόωρες εκλογές, σκέφτεται ο Καραμανλής. Άραγε φταίει που τελικά είναι «ίδιοι όλοι» και το 2007 πάνε να ψηφίσουν 218.491 λιγότεροι από ό,τι το 2004; Ή είναι που τα γκάλοπ δεν προβλέπουν ακόμα «αλλαγή»;

Αλλά και το 2009 που οι ψηφίσαντες ξαναλιγοστεύουν κατά 310.205 με την «αλλαγή» επί θύραις (Γιώργος!), τι να φταίει; Μάλλον που είναι «όλοι ίδιοι»; Πρόωρες εκλογές ξανά: Σιγά μην κάτσω να πέσει πάνω μου η καταιγίδα που προειδοποιεί η Παπαρήγα, λέει ο Καραμανλής, ο οποίος και έχει προλάβει σε πέντε χρόνια να γίνει επίσης αφόρητος συνεχίζοντας από εκεί που είχε τελειώσει ο Σημίτης. Στο μεταξύ όμως, «λεφτά υπάρχουν», το κλίμα λένε αλλάζει άρδην με το Γιώργο που αμέσως «απελευθερώνει τους σταζιέ από την ομηρία» (απολύει). Και πριν προλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ να επαναλάβει για 12η φορά την πρόταση της προοδευτικής του συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, η καταιγίδα ξεσπά: Βρε να κάνει πρόωρες ο Καραμανλής. Τώρα θα ερχόμουν σαν σωτήρας. Ενώ αντ’ αυτού φεύγω ξένος για πάντα ξένος, τώρα φεύγω.

Ο μονόδρομος της ΕΕ πέφτει με φόρα στα κατσάβραχα της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονίων. Κεραμίδα στο κεφάλι, πτώση από τα σύννεφα, ξύλο στους πολιτευτές μας, αγανάκτηση. 567.929 λιγότεροι ψηφίζουν το Μάη 2012 και ακόμα 260.315 λιγότεροι τον Ιούνιο 2012, παρ’ όλη την καυτή άνοδο ΣΥΡΙΖΑ το Μάη, τον καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ, την έλλειψη αυτοδυναμίας και τις διερευνητικές εντολές, την «μητέρα όλων των μαχών» στις εκλογές του Ιουνίου  που στοιχίζει 257.878 ψηφοφόρους στο ΚΚΕ γιατί δεν ήθελε να σχίσει το μνημόνιο με τη συμφωνία αλλά χωρίς τη συμφωνία των εταίρων, την αντικατάσταση του Παπαδήμου από το Σαμαρά και του Καρατζαφέρη από τον Κουβέλη με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ σταθερά στην «εξουσία» και τους νεοναζί στη βουλή.

Δεν πάει άλλο, πρέπει νάρθει ο ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο.  113.890 περισσότεροι ψηφοφόροι έρχονται στις κάλπες τον Ιανουάριο 2015, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Καισαριανή και Κούγκι αντίστοιχα), αλλά φευ! οι εταίροι δεν συμφωνούν να σχίσουμε μνημόνιο. Διαπραγμάτευση και κάπιταλ κοντρόλ, τον ΣΥΡΙΖΑ πια τον κλαιν κι οι ρέγκες στα καφενεία, οπότε: δημοψήφισμα με στημένη ερώτηση και αίτηση για τρίτο μνημόνιο μια βδομάδα πριν (προτείνω ΟΧΙ αλλά κάνε θεούλη μου να βγει ΝΑΙ με 1-2% διαφορά). Ο «νεανικός και αγνός ενθουσιασμός» πανηγυρίζει στο Σύνταγμα, αλλά οι πολιτικοί αρχηγοί των «δημοκρατικών κομμάτων» ερμηνεύουν το αποτέλεσμα σαν «ΝΑΙ στην Ευρώπη» και ακυρώνουν τα έγκυρα. Το έγκυρο άκυρο του ΚΚΕ κάπου στο 3%. Η μείωση των ψηφισάντων κατά 762.835 στις εκλογές Σεπτεμβρίου 2015 είναι μάλλον η πιο ερμηνεύσιμη από όλες τις ως τώρα μεταβολές της εκλογικής συμπεριφοράς:

Οι εκλογές που θα αλλάζαν τα πάντα, άλλαξαν μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ… Τίποτα δε μπορεί ν’ αλλάξει με τις εκλογές…

Μάλλον τίποτα δεν αλλάζει με τίποτα, αν κρίνει κανείς απ’ την εξαφάνιση αυτών των 762.835 (και ακόμα περισσότερο των 2.186.355 ολόκληρης της υπερ-20ετίας) όχι μόνο από τις εκλογές αλλά σε γενικές γραμμές από παντού: Αν τέτοιοι αριθμοί είχαν πολιτική παρουσία, μάλλον θα γινόταν αισθητή.

***

Εφόσον κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη, η παραπάνω καταγραφή μάλλον αναδείχνει την αποχή σαν εκλογική αποτύπωση όχι «απονομιμοποίησης» του αστικού πολιτικού συστήματος, αλλά αντίθετα εν λευκώ νομιμοποίησής του με τη μορφή του πολιτικού αναχωρητισμού. Η όποια «απαξίωση του πολιτικού συστήματος» βρίσκει τα όριά της στην ατομική εκλογική συμπεριφορά, αντιστρεφόμενη σε πολιτική αυτοαπαξίωση. Και το σύνολο αυτών των ατομικών εκλογικών συμπεριφορών εμφανίζεται αθροιστικά με τη μορφή μιας μάζας, για την οποία η εκλογική αποχή συνιστά ίσως αφετηρία ίσως συμπλήρωμα ίσως κατάληξη της γενικής πολιτικής αποχής της. Αφού «είναι όλοι ίδιοι», τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά. Κι αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τα πράγματα θα ήταν παράνομες…

Το ότι «αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τα πράγμα θα ήταν παράνομες», είναι ένα αληθινό και βαρυσήμαντο απόφθεγμα, που όμως, σαν κάθε γενική αλήθεια, διατρέχει τον κίνδυνο μετατροπής του σε γενική κοινοτοπία, σε «κλισέ» χρήσιμο για πολλών λογιών διαφορετικές και αντιτιθέμενες επιδιώξεις, και του οποίου τη μηχανιστικά «συνεπέστερη» πολιτική έκφραση αποτελεί η θεωρητική απολογητική της αποχής:

Η πράξη είναι κριτήριο ακόμα και της αλήθειας τής εμπειρικά και θεωρητικά «γνωστής»,  ακόμα και της «πασίγνωστης» αλήθειας ότι «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα, θα ήταν παράνομες».

Της αλήθειας αυτής, της τόσο «πασίγνωστης» ώστε, εκτός από «ριζοσπαστικών» αξιώσεων θεωρητική «θεμελίωση» της αποχής, να χρησιμεύει και για το ακριβώς αντίθετο: σαν θεωρητική «θεμελίωση» τής συμμετοχής τής εγκλωβισμένης στο καθεστώς της πολιτικής εξαγοράς, των «πελατειακών σχέσεων», των προσωπικών εξαρτήσεων, του ρουσφετιού κλπ. Γιατί όχι, αφού οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα καθώς αν μπορούσαν θα ήταν παράνομες κλπ κλπ; Όμως οι αλλαγές στις συνειδήσεις μπορούν να αποτυπωθούν εκλογικά μόνο εφόσον και επειδή οι εκλογές μπορούν να αλλάξουν κάτι, έστω κι αν αυτό το κάτι «περιορίζεται» (που δεν περιορίζεται) στην αποτύπωση της αλλαγής των συνειδήσεων. Ο εγκλωβισμός των συνειδήσεων στα «πράγματα» για τον λόγο ότι οι εκλογές «δεν μπορούν να τα αλλάξουν», δεν επιτρέπει ούτε την αλλαγή των συνειδήσεων ούτε φυσικά την εκλογική αποτύπωση μιας τέτοιας αλλαγής, και αποτελεί την αυτοεκπληρούμενη εγγύηση της αδυναμίας των «πραγμάτων» να αλλάξουν είτε με εκλογές είτε με οποιοδήποτε τρόπο.

Ακόμα πιο εξειδικευμένα χρησιμεύει, και στην πραγματικότητα ευθέως στοχεύει, η «πασίγνωστη» αυτή αλήθεια σαν θεωρητική απολογία της αποχής από την υπερψήφιση των κομμάτων που στόχο τους έχουν ακριβώς την αλλαγή των πραγμάτων. Με άλλα λόγια, σαν θεωρητική απολογία της αποχής από την υπερψήφιση του ΚΚΕ: «Οι εκλογές, λέμε, δεν αλλάζουν τα πράγματα. Και θα πας να ψηφίσεις ακριβώς αυτό; την αλλαγή των πραγμάτων;»

Ας βάλουμε όμως το ερώτημα:

***

Αν το ΚΚΕ δεν βρισκόταν στη βουλή για να καταψηφίσει, μόνο αυτό, τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η έλλειψη αυτή θα αποτελούσε ή όχι απόσυρση της ταξικής αντίθεσης και πάλης από το πολιτικό προσκήνιο και εν λευκώ παραχώρησή του στην μονοφωνία της ολοκληρωτικής αστικής κυριαρχίας ;

Το ίδιο αυτό «στιγμιότυπο» της καταψήφισης του Μάαστριχτ από το ΚΚΕ αποτέλεσε ή όχι μορφή εισδοχής της ταξικής πάλης στο πολιτικό προσκήνιο έχοντας αφήσει από τότε ως τώρα έντονο αποτύπωμα σε όλες τις μορφές ανάπτυξής της;

Αν ναι, αποτελεί ή όχι αυτό το «στιγμιότυπο» και το διαρκές του αποτύπωμα μια επαρκή απόδειξη της συμβολής των εκλογών στην «αλλαγή των πραγμάτων» ακόμα κι αν αυτές οι ίδιες «δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα»;

Αποτελεί ή όχι μια απόδειξη που μόνο η «συμμετοχή» και όχι η «αποχή» θα μπορούσε να την προσκομίσει, και που τόσο πιο βαθιά θα χάραζε το ίχνος της στη μετέπειτα κοινωνικοπολιτική εξέλιξη, όσο πιο ισχυρή θα ήταν η κοινοβουλευτική δύναμη του ΚΚΕ την στιγμή εκείνη;

Πόσο βαθιά έχει ή δεν έχει χαράξει την παγκόσμια ιστορία η κοινοβουλευτική παρουσία ενός μόνο ανθρώπου, του Καρλ Λίμπκνεχτ, τη στιγμή που – ηρωικά – καταψήφιζε τις πολεμικές πιστώσεις του γερμανικού κράτους στις απαρχές του ιμπεριαλιστικού πολέμου;

Την ίδια περίοδο ήταν η «αποχή» ή η «συμμετοχή» των μπολσεβίκων βουλευτών στη ρωσική δούμα, – που εξορίστηκαν γιατί κατήγγειλαν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δίνοντας έτσι παράδειγμα και κατεύθυνση στο λαό της Ρωσίας -, αυτή που μπορούσε να μην συμβάλει ή να συμβάλει στην άνοδο της εργατικής λαϊκής πάλης;

***

Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν «τα πράγματα», «τον κόσμο», θα ήταν παράνομες, και υπήρξαν πολλές φορές παράνομες ακριβώς λόγω της δυνατότητάς τους να συμβάλουν στην ωρίμανση των προϋποθέσεων αλλαγής «των πραγμάτων» και «του κόσμου».

Η εκλογική παραίτηση δεν αποτελεί παρά παραίτηση από τη δυνατότητα αυτής της συμβολής.

Αποτελεί μορφή πολιτικής παραίτησης από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης έως το σημείο στο οποίο οι δυο αντιτιθέμενες πλευρές της έρχονται αντιμέτωπες η καθεμιά με τις δικές της οριστικές επιλογές καθώς και με τις οριστικές επιλογές της αντίπαλης κοινωνικής τάξης.

marasagis

προλετάριος

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια